«Κρατικοι μηχανισμοι» και πολιτισμος
Αυτό το κείμενο γράφεται με αφορμή την απόσυρση του βιβλίου της κυπριακής εκπροσώπησης στη Biennale Αρχιτεκτονικής. Η αντίδραση στην έκδοση της Biennale Αρχιτεκτονικής κινήθηκε κατά διάφορων εκφράσεων, οι οποίες παρουσιάστηκαν αποσπασματικά και αποκομμένα από το ευρύτερο κείμενο, το οποίο ξεκαθαρίζω ότι δεν έχω διαβάσει. Εφόσον δεν έχω πρόσβαση σε ολόκληρο το βιβλίο, η ανάλυση γράφεται με επιφύλαξη. Σε αυτό το σημείωμα αναλύω μόνο την αναφορά σε «δύο κρατικούς μηχανισμούς», η οποία απασχόλησε ιδιαίτερα, χωρίς να αναλύω καθόλου άλλες πτυχές της έκδοσης που απασχόλησαν, όπως π.χ. τις γλωσσικές ποικιλίες στις οποίες γράφτηκε η έκδοση, ή σε ερμηνείες συγκεκριμένων ιστορικών συμβάντων. Καταθέτω λογική επιχειρηματολογία με την ελπίδα να διαβαστεί καλόπιστα και με νηφαλιότητα – διότι μέχρι σήμερα, ο δημόσιος διάλογος κινείται κυρίως εντός ενός πλαισίου ηθικού πανικού.
Η επίσημη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) είναι ξεκάθαρη: το βόρειο τμήμα της Κύπρου τελεί υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή και εκεί έχει εγκαθιδρυθεί ένα ψευδοκράτος, το οποίο σφετερίζεται την εξουσία. Το μόρφωμα αυτό δεν αναγνωρίζεται διεθνώς από κανέναν πλην της Τουρκίας.
Ο όρος ψευδοκράτος ενσωματώνει δύο διακριτά επίπεδα «αναγνώρισης», δύο διαφορετικές λειτουργίες οι οποίες συχνά συγχέονται και πρέπει να διαχωρίζονται προσεκτικά. Από τη μία, η αναφορά σε «ψευδοκράτος» αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός οργανωμένου μηχανισμού που ελέγχει την περιοχή και αποτρέπει την ΚΔ από την άσκηση εξουσίας. Από την άλλη, η λέξη «ψευδοκράτος» δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα αυτού του μηχανισμού. Πρόκειται, λοιπόν, για αναγνώριση με την έννοια της πρόσληψης μιας πραγματικότητας – όχι για πολιτική νομιμοποίηση ή νομική αναγνώριση.
Αυτή η αναγνώριση ύπαρξης είναι απαραίτητη ακόμη και για να τεκμηριωθεί η παρανομία της. Όπως σε μια δίκη για εγκληματική οργάνωση, πρέπει πρώτα να αποδείξεις ότι αυτή υφίσταται, ώστε να καταδείξεις ότι δρα παράνομα. Αν δεν αναγνωρίσεις και αποδεχτείς την ύπαρξή της, δεν μπορείς να αποδείξεις την ενοχή της για αντιποίηση εξουσίας. Συνεπώς, η ίδια η θέση της ΚΔ ότι η Τουρκία έχει σφετεριστεί την εξουσία στα κατεχόμενα, αναγνωρίζει την ύπαρξη αυτού του κρατικού μηχανισμού στα κατεχόμενα. Η αναγνώριση της ύπαρξης αυτού του μηχανισμού είναι αναγκαίο συστατικό στοιχείο της επίσημης θέσης της ΚΔ.
Θα μπορούσε, βέβαια, να τεθεί το ερώτημα: Ποιος είναι αυτός ο «μηχανισμός» στον οποίο αναφέρεται η φράση; Μήπως είναι μηχανισμός άλλος από αυτόν του κράτους της Τουρκίας; Η φράση, απομονωμένη, δεν ξεκαθαρίζει αν αναφέρεται στον μηχανισμό του τουρκικού κράτους ή της «ΤΔΒΚ». Η φρασεολογία επιδέχεται και τις δύο ερμηνείες. Ωστόσο, η ΚΔ διαχρονικά υποστηρίζει ότι η Τουρκική Δημοκρατία είναι το κράτος που κατέχει το βόρειο τμήμα του νησιού. Αν λοιπόν η φράση αναφέρεται στην Τουρκία, συνάδει πλήρως με αυτή τη θέση της ΚΔ. Η θέση της ΚΔ δεν είναι ότι στα κατεχόμενα δεν υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός, αλλά ότι υπάρχει: αυτός της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Κι αν η φράση «κρατικός μηχανισμός» αναφέρεται στους μηχανισμούς της «ΤΔΒΚ» και όχι της Τουρκίας; Ακόμα και αν η αναφορά είναι σε μηχανισμό της «ΤΔΒΚ», αυτό δεν σημαίνει αναγνώριση νομικής υπόστασης. Ο όρος «κρατικός μηχανισμός», όπως χρησιμοποιείται στη μαρξιστική θεωρία, περιγράφει ένα σύνολο κατασταλτικών δομών – αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές, στρατός. (Αναφέρομαι στη μαρξιστική θεωρία αφού, (α) οι συντάκτες του βιβλίου -εξ όσων αντιλαμβάνομαι- υιοθετούν μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης τα οποία προέρχονται από τη μαρξιστική -με την ευρεία έννοια- παράδοση, και (β) αυτό ακριβώς είναι που πυροδότησε τόσο άμεσα τα αντανακλαστικά του βουλευτή κ. Παύλου Μυλωνά που αντέδρασε έντονα). Στη μαρξιστική θεωρία, λοιπόν, ο όρος «κρατικός μηχανισμός» περιγράφει μηχανισμούς επιβολής και όχι νομιμοποιημένη εξουσία. Ο όρος δεν περιέχει κάποια αξιολογική κρίση ως προς την ύπαρξη του μηχανισμού: ότι δηλαδή αυτός ο μηχανισμός της «ΤΔΒΚ» πρέπει να παραμείνει ως έχει ή ότι πρέπει να ανατραπεί. Από μόνος του ο όρος δεν περιέχει αξιολογική φόρτιση.
Επίσης, η αναφορά σε μηχανισμό της «ΤΔΒΚ» δεν συνεπάγεται ότι ο μηχανισμός που περιγράφεται είναι αυτόνομος και ανεξάρτητος από την κρατική εξουσία της Τουρκικής Δημοκρατίας, ούτε συνεπάγεται ότι είναι ή δεν είναι προϊόν ιμπεριαλισμού. Η φράση «κρατικός μηχανισμός», στη μαρξιστική βιβλιογραφία τουλάχιστον, αναφέρεται στην εκτελεστική δύναμη σαν δύναμη καταστολής και καταπίεσης μέσω της αστυνομίας, των δικαστηρίων, των φυλακών, και του στρατού. Στο μαρξιστικό πλαίσιο διακρίνεται (διαχωρίζεται) ο μηχανισμός του κράτους από την κρατική/πολιτική εξουσία. Η φράση «κρατικός μηχανισμός» περιγράφει μόνο τις υλικές δομές που εκτελούν, καταπιέζουν, επιβάλλουν, καταστέλλουν, ανεξάρτητα αν αυτές εξουσιάζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα από την Τουρκική Δημοκρατία.
Άρα, η χρήση του όρου «κρατικός μηχανισμός» για τα κατεχόμενα δεν αναιρεί τις θέσεις της ΚΔ, ούτε προτρέπει σε νομική αναγνώριση. Αντιθέτως, περιγράφει ένα επίπεδο πραγματικότητας, θεμελιώδες για την ίδια τη διπλωματική επιχειρηματολογία της ΚΔ. Μοιάζει με το φλοιό ενός κρεμμυδιού: είναι το υλικό επίπεδο πάνω στο οποίο βασίζεται η νομικοπολιτική θεώρηση, χωρίς να ταυτίζεται μαζί της.
Θα μπορούσε κάποιος να θίξει ότι η μαρξιστική χρήση του όρου εμπεριέχει τάσεις ανατροπής, ότι η μαρξιστική θεώρηση δεν είναι απλά «ουδέτερα περιγραφική», αλλά είναι μια συστηματική ανάλυση που παρακινεί στην ανατροπή των «κρατικών μηχανισμών»: πρώτα η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, μετά η αντικατάσταση των μηχανισμών όπως περιγράφονται, και τελικά η πλήρης κατάργησή τους. Αυτή η θεώρηση όντως έρχεται σε αντίθεση με τη θέση της ΚΔ, η οποία δεν επιδιώκει την κατάργηση των κρατικών μηχανισμών στα κατεχόμενα για να αποκτήσει τον έλεγχο η εργατική τάξη, αλλά επιδιώκει την αποκατάσταση του ελέγχου της στο βόρειο τμήμα.
Παρόλα αυτά, η απομονωμένη φράση «κρατικός μηχανισμός» δεν εμπεριέχει ούτε την επαναστατική προοπτική της μαρξιστικής θεωρίας, ούτε συνιστά από μόνη της πολιτική θέση. Αποτελεί περιγραφή ενός γεγονότος – ενός στρώματος της πραγματικότητας που και η ίδια η ΚΔ αποδέχεται ως προϋπόθεση του νομικού της λόγου.
Εν κατακλείδι, η φράση «κρατικός μηχανισμός» συλλαμβάνει ένα ουσιώδες κομμάτι των θέσεων της ΚΔ, ένα ουσιώδες συστατικό, ωστόσο αφήνει πίσω ένα στρώμα το οποίο αποτελεί την αιχμή της διπλωματίας της ΚΔ. Από τη σκοπιά του Υπουργείου Εξωτερικών αφήνει πίσω το πιο σημαντικό επίπεδο. Σκεφτείτε το σαν ένα κρεμμύδι: η αναφορά σε «κρατικό μηχανισμό» συλλαμβάνει ένα φλοιώδες στρώμα της πραγματικότητας στα κατεχόμενα, το οποίο βρίσκεται πιο χαμηλά από το διπλωματικό-νομικό επίπεδο το οποίο συγκροτεί η διπλωματία της ΚΔ. Από τη σκοπιά του Υπουργείου Εξωτερικών, είναι ένα στρώμα αναγκαίο αλλά μη επαρκές.
Γιατί δεν είναι επαρκές; Επειδή η περιγραφή δεν διακρίνει επαρκώς τις διαφορές μεταξύ των δύο μηχανισμών, ήτοι της ΚΔ και της «ΤΔΒΚ», ούτε και συλλαμβάνει ή κωδικοποιεί τα πολιτικά αιτήματα και διεκδικήσεις της ΚΔ.
Αυτό είναι μοιραίο αποτέλεσμα όταν περιγράφει κανείς τα «κατώτερα» στρώματα της υλικής πραγματικότητας, τα κατώτερα στρώματα του φλοιού του κρεμμυδιού: καταλήγουμε να έχουμε περιγραφές που δεν διακρίνουν διαφορές μεταξύ δύο καταστάσεων και αφήνουν έξω κάποιες πτυχές που για κάποιους είναι αναγκαίες για να έχουμε διπλωματική επάρκεια.
Αυτή η υλική εξίσωση, βέβαια, μεταξύ του ψευδοκράτους και της ΚΔ ενοχλεί. Παρόλα αυτά, είναι μέρος της πραγματικότητας: σε κάποιο (περιορισμένο) βαθμό και υλικό επίπεδο οι δύο κρατικοί μηχανισμοί υπάρχουν με αδιαφοροποίητο τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει νομική απο-αναγνώριση της ΚΔ ούτε νομική αναγνώριση της «ΤΔΒΚ», αλλά, όπως επεσήμανα στην αρχή του κειμένου, αναγνώριση μόνο με την έννοια της αντίληψης, της διάκρισης, ότι υπάρχει και αυτός ο μηχανισμός. Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι το αν αυτή η ανεπάρκεια –από τη σκοπιά της διπλωματίας της ΚΔ—υποσκάπτει τη διπλωματία της ΚΔ. Εδώ όμως πρέπει να δούμε το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιήθηκε η φράση: σε μια Μπιενάλε! Η δραστηριότητα και ο σκοπός του Υφυπουργείου Πολιτισμού δεν είναι ο ίδιος με του Υπουργείου Εξωτερικών. Άλλα πραγματεύεται και διαπραγματεύεται το κάθε υπουργείο. Αυτό που είναι απαράδεκτο για το ένα Υπουργείο στον δικό του τομέα, είναι αποδεκτό για το άλλο. Εξάλλου, αν εφαρμοστεί το κριτήριο της διπλωματικής επάρκειας, τότε το έργο που παρουσιάζει το Υφυπουργείο Πολιτισμού είναι κατά 99% ανεπαρκές: οι πολιτισμικές πτυχές που συγκροτούν το έργο του Υφυπουργείου Πολιτισμού, είναι πολλά στρώματα του φλοιού του κρεμμυδιού, όχι απλά δεν αγγίζουν το θέμα της αναγνώρισης της «ΤΔΒΚ», αλλά μπορούν κάλλιστα να ερμηνευτούν ως να υπονομεύουν το έργο και τις θέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ας κλείσουμε με κάποια κρίσιμα ερωτήματα, και ας δούμε τις επιπτώσεις αυτής της προβληματικής στο πεδίο του πολιτισμού. Αν το Υφυπουργείο Πολιτισμού δεσμευτεί να αναπαράγει αυτούσιο τον λόγο του Υπουργείου Εξωτερικών, αποφεύγοντας να προβάλει ερμηνείες που το Υπουργείο Εξωτερικών θεωρεί ως ανεπαρκή, τότε περιορίζεται αυτό που το ίδιο το Υφυπουργείο αναγνωρίζει ως πολιτισμό. Αυτό είναι και η θλιβερή πραγματικότητα: ότι ουδέποτε τέθηκε θέμα νομικής αναγνώρισης της «ΤΔΒΚ» στο όνομα του Υφυπουργείου Πολιτισμού, αλλά αυτό που τίθεται είναι η «αποαναγνώριση» μεγάλου μέρους του πολιτισμού εκ μέρους του Υφυπουργείου. Μένει μόνο με τη φλούδα του βολβού της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ίδιο το Υπουργείο αυτοπεριορίζεται. Το πεδίο δράσης του συρρικνώνεται, καθώς αποτρέπεται η προβολή έργων που δεν αναπαράγουν τη διπλωματική γλώσσα ή που περιγράφουν την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα με διαφορετικά εργαλεία. Ο πολιτισμός εγκλωβίζεται στη διπλωματία.
Αυτό σημαίνει ότι το Υφυπουργείο δεν θα μπορεί όχι μόνο να προβάλλει αναστοχαστικά ή/και κριτικά έργα, αλλά ούτε και να προβάλλει στοχαστές όπως τον ογκόλιθο του κυπριακού πολιτισμού, τον φιλόσοφο Ζήνωνα τον Κιτιέα – ο οποίος ήταν προπομπός του κοσμοπολιτισμού και της αναρχικής σκέψης, πολέμιος των συνόρων και της κρατικής κυριαρχίας. Πλήθος διανοουμένων και δημιουργών – από την αρχαιότητα έως σήμερα – όχι μόνο δεν εκφράζονται με τη γλώσσα της διπλωματίας της ΚΔ, αλλά συγκρούονται μαζί της μετωπικά.
Η πλήρης ευθυγράμμιση του πολιτισμού με τη διπλωματία είναι ήττα. Κι αν το Υφυπουργείο Πολιτισμού δεν μπορεί να ανεχτεί έναν Ζήνωνα Κιτιέα, τότε ποιον ακριβώς θα μπορεί;