Δυο Στωικες θεωριες των παθων, και η Γνωσιακη Συμπεριφορικη Θεραπεια
[Παραθέτω αυτούσια την ομιλία που έκανα την στην εσπερίδα που διοργάνωσε η Σχολή Φιλοσοφίας Λάρνακας την Παγκόσμια Ημέρα Φιλοσοφίας, με θέμα: “Ο Ζήνων επιστρέφει στην πόλη του”].
Αξιότιμε Κύριε Δήμαρχε Λάρνακας,
Αξιότιμοι Προσκεκλημένοι,
Η σύγχρονη αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Στωική φιλοσοφία, και ιδιαίτερα η απήχηση που έχει αποκτήσει στο ευρύ κοινό διεθνώς, πάει χέρι-χέρι με την επιδραστικότητα που έχει αποκτήσει η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία στην ψυχοθεραπεία.
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία -μεταξύ άλλων- αποσκοπεί στη θεράπευση συναισθηματικών διαταραχών, όπως φοβιών, κατάθλιψης, κ.α. Η γενική αρχή πίσω από την Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία είναι ότι τα συναισθήματα μπορούν σε μεγάλο βαθμό να ρυθμιστούν από τη σκέψη. Ότι τα συναισθήματα εγείρονται μέσα από συγκεκριμένα μοτίβα σκέψης, στη βάση συγκεκριμένων πεποιθήσεων και αξιολογήσεων, δηλαδή κρίσεων (judgment), όταν π.χ. βλέπουμε μια αράχνη και την κρίνουμε ως επικίνδυνη, που οδηγεί στη συγκρότηση του φόβου. Εφόσον λοιπόν ο ρόλος των σκέψεων είναι καθοριστικός για την έγερση των συναισθημάτων, συνεπάγεται ότι όταν μετατρέψουμε αυτές τις συνειδητές πεποιθήσεις, τις αξιολογικές κρίσεις, μπορούμε να τροποποιήσουμε το συναίσθημα, να το ρυθμίσουμε, να το θεραπεύσουμε. Έτσι, η θεραπεία συγκροτείται από ασκήσεις ή αναλυτικές δραστηριότητες που στοχεύουν στον επανακαθορισμό των σκέψεων. Για παράδειγμα, αν κάποιος πάσχει από αραχνοφοβία, η ανάδειξη της υποκείμενης αξιολόγησης της αράχνης ως επικίνδυνης ως μια παράλογη και μη αντικειμενική κρίση, και η τροποίησή της, η εμπέδωση της πεποίθησης ότι οι αράχνες δεν είναι επικίνδυνες στην πραγματικότητα, καταπολεμά τη φοβία.
Υπάρχουν ακόμα και σήμερα διάφορες θεωρητικές συζητήσεις και φιλοσοφικά debates γύρω από τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία, για τα οποία δεν έχει υπάρξει συμφωνία στην επιστημονική κοινότητα. Για παράδειγμα, το ερώτημα του αν τα συναισθήματα είναι όντως αναγώγιμα σε αξιακές κρίσεις, αν η αξιακή κρίση είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για τη συγκρότηση του συναισθήματος, ή αν είναι αναγκαία αλλά ανεπαρκής συνθήκη που χρειάζεται ακόμα κάτι για να συγκροτηθεί το συναίσθημα, ή αν ακόμα η αξιακή κρίση δεν είναι ούτε επαρκής και ούτε καν αναγκαία συνθήκη για τη συγκρότηση του συναισθήματος.
Σύμφωνα με τον Richard Sorabji, οι συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις και θεωρητικές συζητήσεις είχαν γίνει ήδη στη Στωική παράδοση. Ωστόσο, λέει ο Sorabji, η συζήτηση μεταξύ των Στωικών ήταν πολύ πιο αιχμηρή, σαφής και εμβριθής από την σύγχρονη συζήτηση. Ήταν πιο σαφής η στωική συζήτηση επειδή η θεωρία του Χρύσιππου, η οποία έχει εδραιωθεί ως η κλασική θεωρία των παθών στη Στωική φιλοσοφία, ήταν πιο σαφής θεωρία, αφού είχε καθορίσει επακριβώς ποιες δύο κρίσεις συγκροτούν το ακραίο συναίσθημα (το πάθος). Ας δούμε λοιπόν, σχηματικά, κάποιες πτυχές της στωικής συζήτησης, ποιες ήταν οι δύο θεωρήσεις συναισθημάτων που αντιπαρατέθηκαν, και να δούμε επίσης αν όντως υπήρξαν δύο διαφορετικές στωικές θεωρήσεις, και να αναστοχαστούμε πάνω στη σχέση τους με τη ψυχοθεραπεία.
Ο Χρύσιππος ήταν, όπως είπαμε, αυτός που καθόρισε την κλασική Στωική άποψη για το τι είναι το πάθος. Η στωική παράδοση, όπως είχε διαμορφωθεί από τον Χρύσιππο, εναντιωνόταν σε σχεδόν όλα τα συναισθήματα, ότι δηλαδή πρέπει να απελευθερωθούμε από τα ακραία συναισθήματα, επειδή είναι πάθη τα οποία διαστρεβλώνουν την αντίληψη μας.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία -και να υπογραμμίσουμε ότι πρόκειται για ερμηνεία-, ο Χρύσιππος φέρεται να ανέπτυξε μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που είχε ο προκάτοχός του, ο Ζήνωνας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η οποία διαπιστώνει μια ασυνέχεια μεταξύ Χρύσιππου και Ζήνωνα, υπάρχει μια διαφοροποίηση που γέννησε δύο διαφορετικές στωικές θεωρήσεις για τα πάθη.
Ας δούμε πρώτα τον Ζήνωνα. Το πάθος, για τον Ζήνωνα (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο) είναι η άλογη και παρά φύση κίνηση της ψυχής ή μια ορμή πλεονεκτική, υπερβολική. Το πάθος είναι μια ταραχή της ψυχής. Τα πάθη είναι συστολἐς, διαχύσεις, επάρσεις και μεταπτώσεις της ψυχής. Ποια η σχέση των παθών με την κρίση και τον λόγο. Τα πάθη φέρονται να είναι άλογες συστολές ή άλογες γνώμες (δόξες) που προκαλούν συστολές. Άρα, τα πάθη δεν είναι προϊόντα του λόγου, δεν είναι λανθασμένες κρίσεις, αλλά είναι η απουσία του λόγου, είναι η απόκλιση από τον λόγο, δηλαδή το να πηγαίνουμε ενάντια στην ορθή κρίση. Άρα, τα πάθη της ψυχής για τον Ζήνωνα (σύμφωνα με τον Γαληνό), αν και σχετίζονται με την κρίση με κάποιον τρόπο (δηλαδή αρνητικά), δεν ταυτίζονται με αυτήν. Ακόμα και αν η έγερση των παθών συνδέεται με την επιτέλεση μιας άλογης κρίσης, τα πάθη της ψυχής δεν είναι οι ίδιες οι κρίσεις, αλλά προκαλούνται από τις άλογες συστολές της ψυχής.
Στο Περί Παθών (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο) ο Ζήνων διακρίνει τα πάθη σε τέσσερα κυρίαρχα είδη (κάτι σαν πρότυπα): τη λύπη, τον φόβο, την επιθυμία και την ηδονή. H λύπη είναι άλογη συστολή. Ο φόβος είναι μια άλογη απόκλιση ή φυγή μπροστά σε ένα προσδοκούμενο (αναμενόμενο, προβεβλημένο) δεινό. Η επιθυμία είναι μια άλογη όρεξη ή επιδίωξη ενός προσδοκούμενου καλού. Η ηδονή είναι μια άλογη έξαρση για την παρουσία ενός καλού.
Ας δούμε τώρα πώς φέρεται να διαφοροποιήθηκε ο Χρύσιππος από τον Ζήνωνα. Ο Χρύσιππος ταυτίζει τα πάθη με τις κρίσεις, ανάγωντας τα πάθη σε γνωστική λειτουργία, εξισώνοντάς τα με γνωστική λειτουργία. Συγκεκριμένα, τα πάθη συγκροτούνται από δύο διακριτές και διαδοχικές αξιακές κρίσεις. Η πρώτη κρίση αφορά το αν κάτι είναι συμφέρον ή βλαβερόν (καλό ή κακό), και η δεύτερη το αν έχουμε καθήκον να αντιδράσουμε, να επηρεαστούμε, από αυτό. Και οι δύο κρίσεις χρειάζονται τη διανοητική λειτουργία της συγκατάθεσης για να εγερθεί το πάθος. Ας το πούμε λίγο πιο αναλυτικά. Στην πρώτη φάση, αυτό που δίνεται στην αντίληψη είναι η φαντασία, δηλαδή μια εντύπωση, μια παράσταση ενός πράγματος. Για παράδειγμα, η εμφάνιση μιας αράχνης. Αυτό από μόνο του δεν εγείρει πάθος. Αυτό το φαινόμενο από μόνο του δεν εγείρει τίποτε. Χρειάζεται μια επιπρόσθετη γνωστική λειτουργία, η λειτουργία της συγκατάθεσης, για να μετατραπεί η πρώτη φάση από φαντασία (εντύπωση) σε δόξα (πεποίθηση), που είναι η δεύτερη φάση. Πρέπει ο νους να συγκατατεθεί στην εικόνα, να κρίνει την αράχνη ως αληθή και επικίνδυνη. Εδώ ο νους προβαίνει σε μια εκτίμηση, μια αξιακή κρίση (ότι η αράχνη είναι επικίνδυνη) και συγκατατίθεται στην λανθασμένη εκτίμηση, δημιουργώντας τη λανθασμένη δόξα (πεποίθηση). Μετά πρέπει να ακολουθήσει μια τρίτη φάση, ακόμα μια γνωστική επιτέλεση, μια δεύτερη στη σειρά αξιακή κρίση: ότι έχω καθήκον να επηρεαστώ, ότι εκλέγω να ταραχτώ από την επικίνδυνη αράχνη. Εδώ ο νους συγκατατίθεται και πάλι σε μια λανθασμένη κρίση. Αυτό που συγκροτεί το πάθος, λοιπόν, είναι η συγκατάθεση. Άρα, τα πάθη για τον Χρύσιππο δεν είναι άλογες αντιδράσεις, δεν εγείρονται στην απουσία της κρίσης, στην απουσία της συγκατάθεσης, ή στην απόκλιση από την κρίση, αλλά είναι η ίδια η λανθασμένη κρίση, η συγκατάθεση.
Ας περάσουμε τώρα σε έναν άλλο Στωικό φιλόσοφο, τον Ποσειδώνιο. Σύμφωνα με τον Γαληνό -και εδώ ο ρόλος του Γαληνού είναι σημαντικός, θα επιστρέψουμε σε αυτόν-, περίπου 150 χρόνια αργότερα, ο Ποσειδώνιος φέρεται να ασκεί κριτική στη θεωρία του Χρύσιππου, ισχυριζόμενος ότι ο διανοητικισμός του Χρύσιππου λησμονούσε την πλατωνική αντίληψη ότι εκτός από τον ορθό λόγο και τις γνωστικές λειτουργίες του, υπάρχουν και οι άλογες (παράλογες) δυνάμεις, που είναι μέρη της ψυχής και που ασκούν τη δική τους επιρροή στη συγκρότηση των παθών. Ο Ποσειδώνιος φέρεται από τον Γαληνό ως να κάνει μια στροφή πίσω προς τον Πλάτωνα (τον οποίο οι Στωικοί υποτίθεται άφησαν πίσω), και φέρεται ο Ποσειδώνιος να μιλά για δύο άλογα μέρη της ψυχής, τα οποία αποκαλεί δυνάμεις, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Το θυμοειδές αφορά την οργή και το κράτος (κράτειν) (domination), ενώ το επιθυμητικό αφορά τις χαμηλότερες επιθυμίες. Αν ξεχάσουμε τον ρόλο αυτών, φέρεται να λέει ο Ποσειδώνιος, στη συγκρότηση των παθών, τότε δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ποτέ τα πάθη. Ο Ποσειδώνιος, επί της ουσίας, φέρεται να υιοθετεί τη θέση ότι ο Χρύσιππος διαφοροποιήθηκε από τον Ζήνωνα, και ότι για τον Ζήνωνα τα πάθη δεν ταυτίζονται με συγκεκριμένες κρίσεις, αλλά εγείρονται από την εναντίωση ή την απόκλιση από τις κρίσεις, επαναφέροντας τον ρόλο των άλογων μερών της ψυχής στη συγκρότηση των παθών. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο Ζήνωνας και ο Ποσειδώνιος είναι πιο κοντά στον Πλάτωνα, αναγνωρίζοντας άλογα ή παράλογα μέρη στη ψυχή που συγκροτούν τα πάθη σε αντίθεση με τον λόγο, μη εξισώνοντας τα πάθη με την αξιακή κρίση όπως έκανε ο Χρύσιππος.
(Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι στον Πλάτωνα μπορούμε να βρούμε εκδοχές και των δύο θεωριών. Σε δύο πρώιμους διαλόγους του, στον Λάχη και στον Πρωταγόρα, ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο φόβος είναι γνωστική λειτουργία, ότι συγκροτείται ως προσδοκία ενός κακού. Παρόλα αυτά, αυτή η θεώρηση των παθών δεν επαναλαμβάνεται για άλλα πάθη από τον Πλάτωνα αλλά μόνο για τον φόβο. Στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας αντιπαραθέτει τον λόγο με το πάθος).
Πριν προχωρήσω στο τελευταίο σκέλος της εισήγησής μου, οφείλουμε να αναφερθούμε σε ένα σημαντικό ερμηνευτικό προβληματισμό σε σχέση με όσα είπα μέχρι τώρα, σε σχέση δηλαδή με την ερμηνεία που θέλει τον Χρύσιππο να διαφοροποιείται από τον Ζήνωνα, και τον Ποσειδώνιο να διαφοροποιείται από τον Χρύσιππο, δημιουργώντας δύο διαφορετικές στωικές θεωρίες των παθών, όπου ο Ζήνωνας και ο Ποσειδώνιος έχουν μια θεωρία πιο κοντά σε αυτή του Πλάτωνα, και ο Χρύσιππος μια πιο ισχυρά διανοητίστικη προσέγγιση. Η επικρατούσα άποψη πλέον από τους μελετητές της Στωικής φιλοσοφίας είναι ότι η φερόμενη διαφοροποίηση, όπου ο Ζήνωνας και ο Ποσειδώνιος φέρονται να διαχωρίζουν τα πάθη από τις κρίσεις για να δημιουργήσουν ρόλο σε άλογα μέρη της ψυχής για τη συγκρότηση των παθών, αποτελεί μια παρερμηνεία του Γαληνού. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι ό,τι ξέρουμε για τον Ποσειδώνιο για τα πάθη είναι μέσω του Γαληνού, ο οποίος είχε κάθε λόγο να υπερβάλει και να αποδώσει στον Ποσειδώνιο μια πιο πλατωνίζουσα θεωρία της ψυχής, αφού ο ίδιος ήταν πλατωνιστής. Αν θέλουμε λοιπόν να εναρμονιστούμε με την επίκαιρη βιβλιογραφία και την επιστημονικά έγκυρη θέση, θα πρέπει να απορρίψουμε την υπόθεση ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές θεωρήσεις των παθών στη Στωική φιλοσοφία. Για χάριν όμως διανοητικής άσκησης, ας υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές θεωρήσεις, όπως αδρομερώς τις περιέγραψα.
Πώς σχετίζονται οι θεωρἠσεις με τη θεραπευτική προσέγγιση των παθών. Μεταφράζεται η θεωρητική διαφοροποίηση σε κάποια πρακτική διαφοροποίηση;
Θα αναφέρω μια γενική πρακτική διαφοροποίηση, και θα κλείσω την ομιλία μου με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα όπου η φερόμενη Ποσειδώνια/Ζηνώνεια προσέγγιση ενδεχομένως να αποδεικνύεται ως πιο αποτελεσματική από την Χρυσίππεια.
Γενικά ομιλούντες, η θεωρητική διαφοροποίηση οφείλει να διαφοροποιήσει σε κάποιο βαθμό και τη θεραπευτική στόχευση. Αν, ακολουθώντας τον Χρύσιππο, ταυτίσουμε τα πάθη με συγκεκριμένες κρίσεις, τότε η θεραπεία λογικά θα πρέπει να στοχεύσει αποκλειστικά σε συγκεκριμένες κρίσεις/συγκαταθέσεις. Οφείλει να στοχεύσει αυτές τις γνωστικές λειτουργίες, να τις τροποποιήσει και να ρυθμίσει, έτσι ώστε να εξουδετερώσει το πάθος. Αν, ακολουθώντας την άλλη θεώρηση που αποδίδεται από τον Γαληνό στον Ποσειδώνιο (και στον Ζήνωνα) ορίσουμε τα πάθη ως άλογες αντιδράσεις, ως απόκλιση από τις κρίσεις, τότε εκτός από την ρύθμιση των κρίσεων η θεραπεία θα πρέπει να στοχεύσει και σε αυτές τις άλλες «δυνάμεις» της ψυχής, για παράδειγμα τη φαντασία, αλλά και άλλες υλικές ή/και σωματικές συνθήκες.
Το ερώτημα είναι αν η φερόμενη ως Ποσειδώνια-Ζηνώνεια προσέγγιση ενδέχεται να είναι σε καλύτερη θέση να στοχεύσει και να θεραπεύσει πάθη τα οποία είναι πιο γενικευμένα, επίμονα και διαρκή, αυτά που οι σημερινοί ψυχολόγοι θα αποκαλούσαν διαθέσεις, όπως την κατάθλιψη—πάθη τα οποία δεν είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένα συμβάντα ή με συγκεκριμένες κρίσεις. Μήπως η προσέγγιση του Χρύσιππου θα δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει τέτοιες διαθέσεις επειδή θα στόχευε αποκλειστικά στις κρίσεις που διατυπώνουν οι άνθρωπο σχετικά με μια συγκεκριμένη κατάσταση–κάτι που από μόνο του δεν αρκεί για να αντιμετωπιστεί μια κατάθλιψη, η οποία συχνά είναι ανεξάρτητη από συγκεκριμένα συμβάντα και συγκεκριμένες κρίσεις; Και άρα, μήπως η στόχευση πρέπει να είναι πολυεπίπεδη επεκτεινόμενη και πέραν του γνωσιακού πεδίου;
Σε κάθε περίπτωση, όπως και αν απαντηθούν τα ερωτήματα παραμένει αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι οι Στωικοί φιλόσοφοι παραμένουν επίκαιροι: είχαν ήδη συζητήσει σε βάθος αυτά τα θέματα, αυτά τα θέματα, και η ενασχόληση με τα κείμενά τους παραμένει όχι απλά γόνιμη, αλλά μάλλον επιβεβλημένη.