ΑνΑξια
[Ακολουθεί η εισήγηση που έκανα στις 24 Μαΐου 2025 στην Αίθουσα Αρχείου του ΡΙΚ, όπου παρουσιάστηκε το βιβλίο της Λουκίας Σταυρινού, ΑνΆξια (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2025)].
Αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες,
Θα μου επιτρέψετε να προσεγγίσω το βιβλίο Αν-άξια μέσα από τη δική μου ματιά —μια ματιά που διαπνέεται από τη φιλοσοφική ευαισθησία, και ειδικότερα από τη φαινομενολογική παράδοση. Παρότι τα δεκαεφτά διηγήματα της Λουκίας Σταυρινού είναι αυτοτελή, με διακριτές πλοκές, χαρακτήρες και αφηγηματικά ύφη, εντούτοις φαίνεται να πάλλονται στον ίδιο ψυχικό τόνο· μοιάζουν να μοιράζονται ένα κοινό εσωτερικό ψυχισμό, μια ενιαία ψυχική ουσία που υποβόσκει κάτω από τις επιφάνειες των αφηγηματικών μεταμορφώσεων. Μια ουσία που διαπερνά κάθε αφήγηση σαν υπόγειο ρεύμα που συνέχει το ανομοιογενές.
Αυτός ο ψυχισμός συγκροτείται γύρω από μια ομάδα συγγενικών συναισθημάτων και διαθέσεων – ένα σύμπλεγμα εσωτερικών καταστάσεων που όχι απλώς δηλώνουν την ψυχολογική παθολογία του υποκειμένου, αλλά αποκαλύπτουν έναν τρόπο φιλοσοφικής ύπαρξης. Κατά τη φαινομενολογική παράδοση, τα συναισθήματα δεν είναι επιφανειακές ταλαντώσεις· είναι μορφές αποκάλυψης του κόσμου, φορείς οντολογικών δεσμεύσεων. Τα συναισθήματα και οι διαθέσεις δεν είναι τυχαία επιφαινόμενα, αλλά είναι αγκιστρωμένα σε μια ηθική στάση, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με συγκεκριμένες οντολογικές δεσμεύσεις, με συγκεκριμένη οντολογία, για την οποία θα μιλήσω σε λίγο.
Θα προσεγγίσω το έργο θίγοντας διαδοχικά το συναισθηματικό, το ηθικό και από εκεί το οντολογικό επίπεδο.
Τα κυρίαρχα συναισθήματα στο εσωτερικό του αφηγηματικού υποκειμένου είναι, θα το πω σχηματικά, «αρνητικά». Εξ αυτών, τα περισσότερα συναισθήματα είναι κοινωνικά συναισθήματα, δηλαδή είναι συναισθήματα που έχουν κοινωνικό περιεχόμενο, έχουν ως αποβλεπτικό αντικείμενο άλλους ανθρώπους, προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από μια κοινωνική συνθήκη και μέσα από μια κοινωνική κρίση (judgement).
Κάποια από αυτά τα κοινωνικά συναισθήματα είναι ηθικά ουδέτερα, ενώ κάποια έχουν έντονη ηθική φόρτιση. Ηθικά ουδέτερα κοινωνικά συναισθήματα που απαντούμε στα διηγήματα είναι, για παράδειγμα, το συναίσθημα της μοναξιάς, της απογοήτευσης, της θλίψης και του φόβου: αυτά είναι κοινωνικά συναισθήματα με μάλλον ουδέτερο ηθικό φορτίο.
Όμως στα διηγήματα κάνουν έντονη την παρουσία τους και τα ηθικά αρνητικά συναισθήματα, συναισθήματα που περιέχουν κάποια αρνητική κρίση είτε προς το ίδιο το υποκείμενο είτε προς ένα μέρος της κοινωνίας. Πρόκειται για συναισθήματα που είτε στρέφονται προς τον έξω κόσμο είτε επιστρέφουν στον ίδιο τον εαυτό. Για παράδειγμα, τα συναισθήματα της αηδίας και της απέχθειας, της αποστροφής, της αυτολύπησης και της ντροπής.
Κι όμως, η εναλλαγή αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά ακολουθεί μια διαλεκτική τροχιά: αυτό που ξεκινά ως εξωστρεφές, εσωστρέφεται. Η εξωστρέφεια της αηδίας μετατρέπεται σταδιακά σε μια αποστροφή στραμμένη εσωτερικά. Η εσωστρέφεια αναπτύσσεται ως δεύτερο στάδιο μιας αρχικής αντίδρασης προς τον κόσμο. Η αποστροφή λειτουργεί σαν καταλύτης: πρώτα απορρίπτει το εξωτερικό, έπειτα καταβυθίζεται στο εσωτερικό, εγκαθιστώντας εκεί την ενοχή. Ο μηχανισμός παραμένει η αποστροφή.
Η αποστροφή εκκινεί με αποβλεπτικό αντικείμενο τον έξω κόσμο, και μοιραία στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό, στο σύστοιχο υποκείμενο. Η αμείλικτη συνείδηση γίνεται αυστηρός δικαστής που ενστερνίζεται τις αδιευκρίνιστες ηθικές κρίσεις του βλέμματος, και ενσωματώνει την απαξίωση. Από αυτή τη διαδικασία γεννιούνται τα βαριά φορτία της ντροπής και των τύψεων.
Και όμως, στα βάθη αυτής της σκοτεινής θάλασσας, αναβλύζουν ενίοτε σπάνιες πηγές καθαρού φωτός: θετικά συναισθήματα που εμφανίζονται με μεταφυσική αγνότητα. Η κάθαρση, η γαλήνη, η άδολη αγάπη, η ιερότητα, η τυφλή ελπίδα, η ανάταση — όλα αυτά δεν είναι απλώς συναισθήματα, αλλά φανερώσεις ενός άλλου, ανώτερου τρόπου υπάρξεως. Έρχονται σαν υποσχέσεις μιας σωτηρίας που απαιτεί υπέρβαση–και αποσωμάτωση θα έλεγε κανείς.
Τα θετικά συναισθήματα που προκύπτουν φαίνεται να έχουν μεταφυσικές δεσμεύσεις και απαιτήσεις που δύσκολα επιτυγχάνονται. Συνδέονται με την άυλη, την αέναη καθαρή ψυχή, η οποία ταλαιπωρείται από το υλικό και το σωματικό.
Σε αντίθεση, τα αρνητικά συναισθήματα συνδέονται με την ύλη, την υλικότητα, την ενσωματότητα, η οποία περιγράφεται απαξιωτικά. Ακόμα και όταν τα αρνητικά συναισθήματα συνδέονται με τη ψυχή, αναφέρονται στην ψυχή όπως αυτή συναρτάται και εξαρτάται από το σώμα, και άρα η ψυχή στον βαθμό που δεν έχει υπερβεί τη σωματικότητα.
Ας διαβάσω ενδεικτικά αποσπάσματα:
Στο «Η Φθαρμένη Πόρτα» (σελ. 17):
Η άσπρη φανέλα του ήταν ανεβασμένη, αποκαλύπτοντας ένα αποκρουστικό θέαμα γύμνιας. Η κεφαλή του είχε γείρει στο πλάι. Το στόμα του ήταν μισάνοικτο και φαίνονταν τα λιωμένα δόντια, καθώς γυάλιζαν δύσοσμα σάλια. [συνέχισε από το βιβλίο]
Στο «Δρομείς και Πουλιά» (σελ. 38):
Σύντομα συνήλθε από όλη αυτή την ταλαιπωρία. Περιμάζεψε ότι απέμεινε και ξεκίνησε ημίγυμνος τη διαδρομή προς το σπίτι του, ξυπόλητος, λασπωμένος και πολύ παγωμένος. Οι περαστικοί τον λοξοκοιτούσαν και ξίνιζαν. Έκαναν μορφασμούς απαξίωσης για την ελεεινή του εμφάνιση.
Στο «Ελεγείες από τρεις ζωές στον Τρέμιθο» (σελ. 62):
Σιχάθηκα τη στασιμότητα που ρίζωσε σαν κολλώδη γλίτσα σε όλο μου το δέρμα. Αηδιάζω τα λόγια της ηττοπάθειας και αποθάρρυνσης του μυαλού μου, καρποί των νοσηρών ιδεών. Σιχάθηκα το ταμπέλωμα, περιορίζει τις ικανότητές μου. Η διαστρέβλωση απλώνεται σαν δίχτυ πάνω στις κοινωνίες. Όχι μόνο τώρα, από πλάσης κόσμου. Όλα έπαιξαν τον ρόλο τους και με απομάκρυναν από τον βαθύτερο εαυτό μου, από το κέντρο μου, όμως για να παραμείνω συγκροτημένη πρέπει να προχωρήσω».
Φρονώ ότι δεν είναι η υλικότητα και η σωματότητα αυθόρμητα και εν γένει που βασανίζουν και κινητοποιούν την άρνηση, μια άρνηση που διαχωρίζει την ψυχή από το σώμα. Αλλά είναι ο τρόπος που η ύλη και το σώμα μετατρέπονται σε όπλα, σε μέσα βασανισμού, μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο το οποίο το υποκείμενο κληρονομεί και υποφέρει. Κορυφαίο παράδειγμα, η περιγραφή του βιασμού στο «Ελέγειες από τρεις ζωές στον Τρέμιθο» (σελ. 65):
Αφού έδρασε η τυφλή ελπίδα, σταύρωσα τα χέρια και τα πόδια μου. Απέφυγα κάθε αλληλεπίδραση με το έξω. Σφράγισα τον νου και την ψυχή μου. Κράτησα απλανές το βλέμμα μου και επέλεξα συνειδητά να μείνω μέσα μου ατάραχη. Σαν να μην συνέβαινε σ’εμένα, σαν να μην ένιωθα πια. Αρνιόμουν πια να αφήσω τη σωματική καταστροφή να διεισδύσει στην ψυχή μου.
Η αποστροφή της σωματικότητας και της υλικότητας, μοιραία στρέφεται και κατά του εαυτού ευρύτερα, εννοώ του ψυχισμού, της ψυχής, στο βαθμό που αυτή άγεται και φέρεται από το μολυσμένο σώμα, και ψάχνει την κάθαρση, την αποσωμάτωση. Μια κάθαρση, η οποία φαίνεται να επιτυγχάνεται μόνο μεταθανάτια. Στο «Ελέγειες από τρεις ζωές στον Τρέμιθο»:
Όταν πέταξε ψηλά η ψυχή μου ήταν γαλανή και το κάρμα μου νηπενθές.
Έτσι, η ύλη και το σώμα όχι απλά απαξιώνονται εν γένει, αλλά φορτώνουν και το ίδιο το ενσώματο υποκείμενο με το ηθικό στίγμα της ντροπής και της αποστροφής.
Όπως ανέφερα στη αρχή, αυτή η ηθική στάση συνδέεται με συγκεκριμένες οντολογικές δεσμεύσεις, με μια υπόρρητη μεταφυσική κοσμοθεωρία. Εκ πρώτης όψεως, η κοσμοθεωρία που υπονοείται είναι κάποιου τύπου πλατωνικός δυισμός: σώμα και ψυχή ως αντιθετικά βασίλεια. Η ύλη και το σώμα σημαίνουν τη φθορά και τη ρυπαρότητα, τα οποία η ψυχή ξεπερνά. Η ψυχή είναι υπερβατική, παραμένει μια μεταφυσική ύπαρξη, και έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει τον σωματικό θάνατο.
Στο «Ελέγειες από τρεις ζωές στον Τρέμιθο», η πλατωνική κοσμοθεωρία βρίσκει την κορυφαία της έκφραση, αφού η ψυχή έχει τη δυνατότητα της μετεμψύχωσης (κάτι στο οποίο και ο Πλάτωνας πίστευε). Στο εν λόγω διήγημα, ο «ποταμός» παίζει κορυφαίο ερμηνευτικό ρόλο – μας βοηθάει να φανερώσουμε το κλειδωμένο οντολογικό σύστημα και να ανακαλύψουμε μια σημαντική ανατροπή του πλατωνικού διϋσμού. Ανακαλύπτουμε μια οντολογική αμφισημία αν θέλετε. Ο ποταμός είναι αυτός που παρέχει τη δυνατότητα της κάθαρσης. Είναι, λέει στο διήγημα, «αδέκαστος, αμερόληπτος, ο αληθινά ιδανικός». Ο ποταμός είναι αέναος, ρέει αδιάκοπα. O ποταμός, όμως, υποστασιοποιεί μια μορφή απειρότητας που δεν συνάδει με τον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνα. Ενώ στον Πλάτωνα οι ιδέες και το άπειρο είναι έξω από τον χρόνο, έξω από την ύλη, ο ποταμός συμβολίζει το άπειρο μέσα στον χρόνο. Και επομένως, μέσα στην ύλη.
Συνεπώς, η υπόσταση του ποταμού. αυτός ο συμβολισμός, ανατρέπει το διαζευκτικό δίπολο, την αντίθεση μεταξύ της ύλης και της ψυχής, την αντίθεση χρόνου και απείρου, και φυτεύει μέσα στη μέση των διηγημάτων μια αμφισημία, που γεννά την ελπίδα σε μια υλομορφική οντολογία. Εδώ εδράζεται η οντολογική αμφισημία του βιβλίου. Αντί να ενισχύει τον πλατωνικό δυισμό, τον υπονομεύει διακριτικά [ο Αντώνης Μπαλασόπουλος αναφέρθηκε σε εξέγερση κατά του Λόγου], αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας συμφιλίωσης ύλης και πνεύματος· μιας υλομορφικής οντολογίας όπου η κάθαρση δεν προϋποθέτει την έξοδο από τον κόσμο, αλλά μια μεταμόρφωση εντός του, μια συμφιλίωση μαζί του.
Ευχαριστώ.