Περα απο το κοινωνικο συμβολαιο: Γιατι εχουμε καθηκον να προστατευουμε τους προσφυγες

(Μετάφραση άρθρου που δημοσιεύτηκε σε LSE Impact blog)

Βιογραφικό: Ο Δρ Χρίστος Χατζηιωάννου είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ το 2015. Η έρευνά του εστιάζει στη φαινομενολογία του 20ού αιώνα.

Οι Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων στην Κύπρο, ένα κατάλοιπο του αποικιακού παρελθόντος της Βρετανίας, ενεπλάκησαν πρόσφατα σε μια από τις πιο μακροχρόνιες υποθέσεις προσφύγων της Βρετανίας, όπου το Ηνωμένο Βασίλειο για πάνω από είκοσι χρόνια αρνούνταν να χορηγήσει άσυλο και να δεχτεί ακόμα και αναγνωρισμένους πρόσφυγες, υποστηρίζοντας ότι η Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων δεν επεκτεινόταν στις Κυρίαρχες Βάσεις, και με τον ισχυρισμό ότι ήταν υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας να πράξει τα παραπάνω. Στο τέλος, μετά από είκοσι χρόνια, επιτράπηκε σε κάποιες οικογένειες προσφύγων η μετεγκατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά η ιστορία αυτή ανέδειξε θεμελιώδη ζητήματα αναφορικά με τις ηθικές υποχρεώσεις προς τους πρόσφυγες.

Οι πρόσφυγες βίωσαν, και σε μερικές περιπτώσεις συνεχίζουν να βιώνουν, μία ακραία κατάσταση «ανιθαγένειας», ως συνέπεια των παλιών αποικιοκρατικών διαμορφώσεων και των πρόσφατα διαμορφωμένων νέο-αποικιοκρατικών ανταγωνισμών ανάμεσα σε τοπικούς και διεθνείς ευεργέτες. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι δεν έχουμε πραγματική υποχρέωση να δεχτούμε πρόσφυγες καθώς δεν έχουμε κάποιο «γνήσιο δεσμό» μαζί τους – σε τελική ανάλυση, δεν είναι πολίτες κι εμείς δεν έχουμε προσχωρήσει οικειοθελώς σε κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο» μαζί τους. Υποστηρίζω κάτι διαφορετικό: έχουμε ένα γνήσιο δεσμό μαζί τους και έχουμε ηθική υποχρέωση να τους δεχτούμε ακόμα κι αν δεν έχουμε από επιλογή προσχωρήσει σε κοινωνικό συμβόλαιο μαζί τους.

Ωστόσο, οι πρόσφυγες κρατούνται αποκλεισμένοι από «τον λαό» προς τον οποίον προσφέρεται προστασία όχι μόνο με νομικά μέσα, αλλά και δια μέσου των συσχετισμών των κυρίαρχων κουλτούρων για αυτά τα άτομα ως ξένους ή Άλλους. Όπως υποστηρίζει η Τζούντιθ Μπάτλερ, η έννοια του «λαού» είναι μια φαντασιακή οντότητα η οποία λειτουργεί μέσα από τη «θέσπιση η ενός ορίου, το οποίο θέτει όρους συμπερίληψης και αποκλεισμού».[i] Η Μπάτλερ χρησιμοποιεί ένα οπτικό λεξιλόγιο για να γίνει πιο σαφής. Η έννοια του «λαού» λειτουργεί ως μια «φωτογραφία», μια «σειρά εικόνων» ή ένα «πλάνο ή πλαίσια».[ii] Το πλάνο πάντοτε αποκλείει εκείνους που βρίσκονται «συγκεντρωμένοι στα σύνορα, σε καταυλισμούς προσφύγων, περιμένοντας να αποκτήσουν χαρτιά, να μεταφερθούν ή να στεγαστούν κάπου αλλού».[iii]

 

Τα εθνικά όρια ως συμβολαιακές σχέσεις

Ούτε τα γεωγραφικά ούτε τα κρατικά σύνορα δεν αποτελούν μέρος του φυσικού κόσμου. Είναι αυθαίρετα κατασκευάσματα που αρνούνται αθέμιτα την είσοδο στους πρόσφυγες. Το ίδιο ισχύει για την υπηκοότητα. Κάθε νεογέννητο στην πραγματικότητα δεν έχει υπηκοότητα·αυτή τουχορηγείται με διοικητική πράξη κρατικού φορέα. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια συμβολαιακή σχέση ως επιβεβαίωση ενός «γνήσιου δεσμού»: ένα άτομο μπορεί να συμπεριληφθεί σε μια  πολιτεία ή σε έναν λαό μόνο αν «συνδέεται με αυθεντικό τρόπο» μαζί τους. 

 

Αυτή η σχέση, η οποία εδραιώνεται ανάμεσα σε κράτος και άτομα, βασίζεται στη συναίνεση και στην απόφαση, ενώ το κράτος διατηρεί την ελευθερία να επιλέξει ποιοι λογαριάζονται ως «ο λαός» και ποιοι όχι. Το κράτος έχει υποχρέωση μόνο προς αυτούς με τους οποίους έχει προσχωρήσει σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο, στο οποίο προσχωρεί με εκείνους που θεωρεί ότι υπάρχει «γνήσιος δεσμός». Με τους αιτητές ασύλου αυτός ο γνήσιος θεσμός απουσιάζει. Μερικές φορές το κράτος τους αποδέχεται και προσχωρεί σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο μαζί τους, μόνο επειδή έχει μια συμβολαιακή υποχρέωση προς το διεθνές δίκαιο. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν υπάρχει προσυμβολαιακή υποχρέωση προς τους πρόσφυγες, δεν υπάρχει καμία πραγματική υποχρέωση πέραν κάποιου συμβολαίου. Ως εκ τούτου, το ζήτημα της χορήγησης ασύλου παραμένει μια πράξη απόφασης.

  

Προσυβολαιακά θεμέλια της υποχρέωσης

Φιλόσοφοι όπως ο Εμμανουέλ Λεβινάς και η Χάνα Άρεντ διαφωνούν με την αντίληψη ότι η ηθική υποχρέωση προς τους άλλους ανθρώπους προκύπτει εκεί όπου τα άτομα συνειδητά και σκόπιμα προσχωρούν σε συμβόλαια ή συμφωνίες με τον Άλλο.Η ευθύνη απέναντι σε άλλους ανθρώπους υπερβαίνει τις σχέσεις που κωδικοποιούνται από συμφωνίες, τις οποίες έχουμε συνάψει οικειοθελώς.[iv]

 

Έχουμε, λοιπόν, υποχρέωση προς αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους καταλήγουμε να μοιραζόμαστε το έδαφός μας δίχως να το έχουμε επιλέξει, και με τους οποίους δεν έχουμε συνάψει κανένα συμβόλαιο; Η Μπάτλερ απαντάει καταφατικά: έχουμε υποχρέωση να συνοικίσουμε με «εκείνους που δεν γνωρίζουμε κι ακόμα και [μ]ε εκείνους που δεν επιλέξαμε, που δεν θα μπορούσαμε να έχουμε επιλέξει».[v]

 

Η ηθική υποχρέωση προκύπτει μέσα από τασυναισθήματά μας, τα οποία καταδεικνύουν τον γνήσιο δεσμό μας με αυτούς τους ανθρώπους. Η ενσυναίσθηση μπορεί να φανερώσει την καθολική επισφάλεια και το πεπερασμένο όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως της εθνικής τους προέλευσης. Όταν αυτός ο δεσμός ενεργοποιείται, ανατινάζει τα κατασκευασμένα πολιτικά συμβόλαια – η εγγενής ισότητα που ενυπάρχει στα ηθικά συναισθήματα προδίδει τον ελιτισμό των εθνών κρατών. Συνεπώς, η υποχρέωση προς αυτούς δεν είναι ζήτημα επιλογής μα θέμα δεκτικότηταςκαι ανταποκριτικότητας·είναι ζήτημα πάθους και όχι δράσης. Οφείλουμε να επιτρέπουμε στην αισθητικότητα, και όχι στη βούλησή μας, να υπαγορεύει τις υποχρεώσεις μας.

 

Η επισφάλεια και τον περασμένο ως καθολική ανθρώπινη κατάσταση

Παρά το γεγονός ότι ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ ενστερνίστηκε τον εθνικισμό, θα μπορούσαμε να οικειοποιηθούμε κάποιες από τις διαπιστώσεις του σχετικά με τα συναισθήματα και να τους δώσουμε την αντίθετη κατεύθυνση. Είμαστε αναπόφευκτα πεπερασμένα πλάσματα. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια επισφαλή ύπαρξη, σημειώνει·είναι αδύνατον να φανταστούμε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν επηρεάζεται από μια αίσθηση αγωνίας, αποξένωσης και νόστου.

 

Το να βλέπουμε την αγωνία σ’ ένα άλλο πρόσωπο μάς φανερώνει την επισφάλειά του, μια επισφάλεια που αναγνωρίζουμε στη δική μας εμπειρία. Και μέσα από αυτή την αναγνώριση, καλούμαστε στην ηθική.  Ο Χάιντεγκερ υπογραμμίζει επίσης τον νόστο. Παραπέμπει στον Νοβάλις, ο οποίος τον περιγράφει ως «μια παρόρμηση να νιώθεις παντού οικεία».[vi] Ο νόστος αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βρίσκονται ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, στο οικείο και το ξένο. 

Όπου κι αν είμαστε, θέλουμε πάντοτε να νιώθουμε αυτό το μέρος ως οικείο.

Ωστόσο, μπορεί να νιώσουμε αποξενωμένοι και νοσταλγικοί παντού και οπουδήποτε, ακόμη και στα μέρη που αποκαλούμε «πατρίδες».

 

Με δεδομένο ότι οι υποχρεώσεις μας προς τους αιτητές ασύλου –προς τους πρόσφυγες γενικότερα– είναι προσυμβολαιακές, συνάγεταιότι τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να είχαν ανταποκριθεί άμεσα στις ανάγκες των απάτριδων προσφύγων οι οποίοι είχαν βρεθεί η εγκλωβισμένοι στις Περιοχές των Κυρίαρχων Βάσεων στην Κύπρο για πάνω από είκοσι χρόνια. Το γεγονός ότι χρειάστηκε είκοσι ολόκληρα χρόνια για να τους χορηγηθεί άσυλο σημαίνει ότι και οι δύο χώρες παρέλειψαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα των προσφύγων αλλά και στις δικές τους ηθικές υποχρεώσεις.

 

 


[i] Τζούντιθ Μπάτλερ, Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης, μτφ. Μιχάλης Λαλιώτης (Αθήνα: Angelus Novus, 2018), σ. 198.

[ii] Μπάτλερ, Σημειώσεις, σ. 199.

[iii] Μπάτλερ, Σημειώσεις, σ. 200.

[iv] Μπάτλερ, Σημειώσεις, σ. 136.

[v] Μπάτλερ, Σημειώσεις, σ. 132.

[vi] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Οι θεμελιώδεις Έννοιες της Μεταφυσικής, μτφ. Θεοφάνης Τάσης (Αθήνα: Ευρασία, 2009), σ. 23.

Christos Hadjioannou