Στα Μονοπατια της Σιγης: Ο Heidegger και το Δικαιο

Αξιότιμε Κύριε Πρύτανη, Αξιότιμοι προσκεκλημένοι και Συνάδελφοι, Φοιτητές και Φοιτήτριες, φίλε Χάρη, 

Είναι μεγάλη μου τιμή να έχω προσκληθεί να μιλήσω για το βιβλίο που έχει γράψει ο Φιλόσοφος του Δικαίου, Χάρης Παπαχαραλάμπους. Σκόπιμα και χωρίς δεύτερη σκέψη αποκαλώ τον Χάρη Παπαχαραλάμπους φιλόσοφο του δικαίου, αφού το βιβλίο για το οποίο θα μιλήσω είναι αναντίλεκτα περισσότερο φιλοσοφικό παρά νομικό, και εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη «φιλοσοφικό» με μια ευρεία ακαδημαϊκή έννοια (όχι δηλαδή με την αυστηρή έννοια που απορρίπτει ο ύστερος Χάιντεγκερ, αλλά με μια έννοια που και ο ίδιος θα ενέκρινε). 

Ο τίτλος του βιβλίου είναι Στα Μονοπάτια της Σιγής: Ο Χάιντεγκερ και το Δίκαιο. Πρόκειται για ένα βιβλίο-επίτευγμα, ένα άθλο από διάφορες απόψεις. Καταρχάς, είναι το θέμα της διεξοδικότητας: είναι ένα βιβλίο αρκετά μεγάλο και εμπεριστατωμένο από κάθε άποψη. Περιέχει μια εις βάθος ανάλυση των δύο σημαντικότερων έργων του Χάιντεγκερ της πρώιμης και ύστερης περιόδου. Το βιβλίο έχει έκταση 300 σελίδες. Οι 250 σελίδες είναι ανάλυση, και οι υπόλοιπες 50 περιέχουν μια εκτεταμένη ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση Βιβλιογραφία. Κάτι αξιοπρόσεκτο, που ήδη ανέφερε και ο Δρ Αχιλλεύς Αιμιλιανίδης στην παρέμβασή του, είναι ο χρόνος και η σημασία που ο Χάρης Παπαχαραλάμπους αφιερώνει σε βιβλιογραφία η οποία συνήθως παραγκωνίζεται στην αγγλοσαξονική παράδοση, βιβλιογραφία την οποία και εγώ ομολογώ ότι αγνοούσα πριν διαβάσω το βιβλίο του Παπαχαραλάμπους, και η οποία μοιραία αντανακλάται και επηρεάζει σημαντικά την ερμηνεία του Παπαχαραλάμπους στον Χάιντεγκερ, για παράδειγμα έχω υπόψιν μου τον Αlexander Dugin και τον OrenBen-Dor. Το βιβλίο περιέχει επίσης ένα λεπτομερές Ευρετήριο Ονομάτων, ένα Γενικό Λημματικό Ευρετήριο, καθώς επίσης και ένα Γλωσσάριο Χαϊντεγκεριανών Όρων σε τρεις γλώσσες, Γερμανικά, Ελληνικά και Αγγλικά. Όλα αυτά είναι εξαιρετικά  χρήσιμα εργαλεία για τον μελετητή του Χάιντεγκερ, ο οποίος συνέχεια, λόγω της ιδιαίτερης χρήσης της γλώσσας που κάνει ο Χάιντεγκερ, με χρήση νεολογισμών και άλλων γλωσσικών «τεχνασμάτων», αναγκάζεται συνέχεια να ανατρέχει στα λεξικά και στα γλωσσάρια. Αυτά όμως δεν είναι χρήσιμα μόνο για τον μελετητή του Χάιντεγκερ, αλλά προφανώς και για τον φοιτητή και την φοιτήτρια που επιθυμούν να ασχοληθούν με τον Χάιντεγκερ, καθώς επίσης και τον/την διδάσκων/διδάσκουσα που επιθυμεί να εντάξει αυτό το βιβλίο στη διδακτική ύλη ενός μαθήματος.

Σε ποιο κοινό απευθύνεται, λοιπόν, το βιβλίο του Χάρη Παπαχαραλάμπους; Μου φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται σίγουρα σε τέσσερις κατηγορίες αναγνωστών, χωρίς να επιθυμώ να αποκλείσω άλλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία είναι οι ίδιοι οι μελετητές του Χάιντεγκερ. Η εργασία που έχει εκπονήσει ο Χάρης Παπαχαραλάμπους είναι τέτοιου επιπέδου, βάθους, εμβρίθειας και τεκμηρίωσης, καθώς επίσης και πρωτοτυπίας, που ο κάθε μελετητής του έργου του Χάιντεγκερ θα το βρει εξαιρετικά ενδιαφέρον, άσχετα αν συμφωνεί ή διαφωνεί με επιμέρους στοιχεία του βιβλίου. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη διεθνή βιβλιογραφία, και ελπίζω μια μέρα να μεταφραστεί και στα αγγλικά ή και σε άλλες γλώσσες. Η δεύτερη κατηγορία αναγνωστών είναι οι μελετητές της Φιλοσοφίας του Δικαίου, ακόμα κι αν δεν έχουν οποιαδήποτε τριβή με τη σκέψη του Χάιντεγκερ. Το βιβλίο παρέχει αρκετές σημειώσεις και παραπομπές, που αποτελούν τον Μίτο της Αριάδνης από τον οποίο μπορούν να πιαστούν για να εξέλθουν με γνώση και κατανόηση, από τον χαϊντεγκεριανό λαβύρινθο. Η τρίτη και τέταρτη κατηγορία αναγνωστών είναι οι μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί φοιτητές και φοιτήτριες τόσο φιλοσοφίας όσο και νομικής, οι οποίοι είτε μελετούν το έργο του Χάιντεγκερ είτε και Φιλοσοφία του Δικαίου. Θα μπορούσαν αποσπάσματα το βιβλίου, κάποια συγκεκριμένα υποκεφάλαια, να αποτελέσουν γόνιμο πεδίο συζήτησης για αυτούς. Μάλιστα, ομολογώ ότι προσωπικά αποτόλμησα και ήδη είχα συμπεριλάβει κάποια μικρά αποσπάσματα του βιβλίου σε προπτυχιακό μάθημα με θέμα τη Φαινομενολογία εδώ στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. 

Παρόλα αυτά, το βιβλίο του Χάρη Παπαχαραλάμπους παραμένει ένα αρκετά δύσκολο βιβλίο, οφείλω να το πω και να προειδοποιήσω. Οφείλω να προειδοποιήσω όχι για να αποτρέψω κάποιαν/ον από το να το ανοίξει, αλλά για να υπενθυμίσω δύο πράγματα που βοηθάνε τον αναγνώστη και την αναγνώστρια: πρώτον, ότι η χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία καθίσταται ιδιαίτερα δύσβατη και δυσνόητη λόγω της ιδιότυπης γλώσσας του φιλοσόφου. Όμως όταν ένα βιβλίο σου παρέχει όλα τα ερμηνευτικά, γλωσσικά, βοηθήματα, που ανέφερα πιο πριν, κάνει αυτό το βιβλίο ακόμα πιο σημαντικό. Και κατά δεύτερο λόγο, προειδοποιώ για να υπενθυμίσω ότι οι γλωσσικές και ερμηνευτικές δυσκολίες του βιβλίου δεν οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο, αλλά καταλήγουν σε βαθιά επιβράβευση με τεράστιο προσωπικό κέρδος. Επομένως, αν κάποιες προτάσεις πρέπει να τις διαβάσουμε δύο και τρεις φορές, ο κόπος αυτός μετατρέπεται σε κατανόηση δύσκολων εννοιών και σκέψεων. 

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι αναφορές που κάνει ο Χάρης Παπαχαραλάμπους είναι τέτοιες που προϋποτίθεται μια κάποια πρότερη γνώση, π.χ. κάποιες αναφορές στον «Πρυτανικό Λόγο» και στην «Εισαγωγή στη Μεταφυσική». Όμως και αυτές οι αναφορές είναι χρήσιμες, τόσο στον μελετητή αφού εμπλουτίζουν το περικείμενο βοηθώντας στην ερμηνεία, όσο και στον αρχάριο αφού λειτουργούν ως οδοδείκτες έτσι ώστε να ξέρει πού να ψάξει για περαιτέρω εμβάθυνση.  

Η γραφή του Χάρη Παπαχαραλάμπους είναι ιδιαίτερα πυκνή και καταφέρνει να αποδώσει, να «δείξει» μάλλον, σκέψεις δυσνόητες που δύσκολα συλλαμβάνονται από τον προτασιακό λόγο (τον οποίο αναπόφευκτα χρησιμοποιούμε στα βιβλία μας), σκέψεις που δεν συλλαμβάνονται από την αναπαραστατική σκέψη, αλλά παραμένουν «άσκεπτες» από αυτήν. Σε κάποιο βαθμό η γραφή του Παπαχαραλάμπους είναι και αυτή, όπως και του Χάιντεγκερ, επιτελεστική, αφού το χαϊντεγκεριανό σκέπτεσθαι επιτελείται μέσα από ιδιωματισμούς και ταυτολογίες– αποτελώντας σκέψεις με έντονη υπαρξιστική χροιά που προσπαθούν να πουν αυτό που δεν μπορεί εν γένει να ειπωθεί. Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στη σελίδα 79, «Η γλώσσα αυτή είναι περισσότερο στυλ παρά αποφαντικός λόγος, ένα στυλ που βέβαια πρέπει να αναβαπτίζεται στα όντα για να δείχνει κάθε φορά την αβυσσαλέα διαφορά τους από την απλή τους παρεύρεση». 

Τα τρία μέρη του βιβλίου οργανώνονται με μια έλλογη αρχιτεκτονική, τα οποία επιτρέπουν ταυτόχρονα στον Χάρη Παπαχαραλάμπους όχι μόνο να εξηγήσει την ερμηνευτική φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, αλλά και ό ίδιος σε κάποιο βαθμό να την επιτελέσει. Εξηγώ τι εννοώ. Ο τίτλος του βιβλίου περιέχει τη φράση: «στα μονοπάτια της σιγής», αναφέρεται δηλαδή σε «μονοπάτια» της σκέψης τα οποία απολήγουν σε σιγή. Με αυτό τον τρόπο είχε και ο Χάιντεγκερ συλλάβει τη διαδικασία, την πορεία, της ίδιας της φιλοσοφίας και του σκέπτεσθαι. Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, το corpus, δεν χαρακτηρίζεται από κάποιο σύστημα ή από κάποια σπονδυλωτή πρόοδο ή γραμμική ανάπτυξη, αλλά χαρακτηρίζεται από διάφορες ερμηνευτικές απόπειρες να σκεφτεί και να πει το πρόβλημα του Είναι. Απόπειρες που μοιάζουν σαν μονοπάτια που καταλήγουν σε ξέφωτα, και που χαρακτηρίζονται επίσης από πλάνες, από λανθασμένες ατραπούς που δεν οδηγούν πουθενά, οι οποίες ωστόσο περιλαμβάνονται στο ερμηνευτικό όλον. Έτσι, το βιβλίο του Χάρη Παπαχαραλάμπους, αν και χωρίζεται σε τρία διακριτά μέρη, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, αυτά τα μέρη συχνά περιλαμβάνουν σκέψεις και διερωτήσεις που δεν οδηγούν κάπου σε ένα συμπέρασμα, ωστόσο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σκέψης. Ας περάσω επιτέλους στο περιεχόμενο του βιβλίου.

Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο «Η τομή του Χάιντεγκερ στο φιλοσοφικό λόγο». Εδώ, ο Παπαχαραλάμπους παρουσιάζει συνοπτικά τη διανοητική πορεία του Χάιντεγκερ, δίνοντας τη μεγάλη εικόνα, η οποία είναι απαραίτητη για να συλληφθεί η συνοχή στη σκέψη του Χάιντεγκερ, η οποία παρά τις διακυμάνσεις που διέπει το έργο του, και τα προαναφερθέντα αδιέξοδα,  εξακολουθεί να υφίσταται. Εδώ ο Παπαχαραλάμπους τοποθετείται επί μιας γνωστής διαφωνίας μεταξύ των μελετητών του Χάιντεγκερ, που αφορά στη σχέση μεταξύ του πρώιμου έργου του Χάιντεγκερ και του ύστερου έργου, η λεγόμενη διελκυστίνδα μεταξύ του «continuity thesis» και του «discontinuity thesis», επιχειρηματολογώντας υπέρ της συνέχειας, υπέρ του «continuity thesis», ωστόσο υποστηρίζοντας ότι το ύστερο έργο αποτελεί πιο ώριμο, ενώ το πρώιμο έργο ανώριμο. Εδώ, προσωπικά συντάσσομαι με τον Παπαχαραλάμπους ως προς την συνέχεια μεταξύ των δύο φάσεων του Χάιντεγκερ, υπέρ του continuity thesis, και θεωρώ ότι κάνει εξαιρετική δουλειά δίνοντας τη δική του ερμηνεία για τους λόγους που ώθησαν αυτή την «στροφή» του Χάιντεγκερ, από την υπερβατολογική υπαρκτική αναλυτική του Είναι και Χρόνος, την αναλυτική της γεγονικότητας του ενθαδικού βίου του Dasein όπως αυτό κατανοεί το Είναι, στην ίδια την εποχική ιστορία του Είναι. Στο μέρος αυτό, ο Χάρης Παπαχαραλάμπους τοποθετείται επί σωρεία ερμηνευτικών ζητημάτων, για παράδειγμα εξηγεί γιατί η πραγματισμική ερμηνεία του Hubert Dreyfusδεν είναι δίκαιη προς τη σκέψη του Χάιντεγκερ, κ.ο.κ. 

Εδώ να κάνω μια παρέκβαση και να πω κάτι για τον ναζισμό του Χάιντεγκερ (θα ήταν μεγάλο ατόπημα να μην πούμε κάτι για αυτό το ζήτημα), πώς ο Χάρης Παπαχαραλάμπους τον εξηγεί, και, αν κατάλαβα σωστά, τον συνδέει με τον πρώιμο Χάιντεγκερ του Είναι και Χρόνος, ως μια αναπόφευκτη κατάληξη με βάση την εσωτερική λογική του Είναι και Χρόνος, αλλά και με την ίδια την Στροφή του Χάιντεγκερ. Δεν είμαι σίγουρος αν συμφωνώ με τη ερμηνεία του Παπαχαραλάμπους, ωστόσο μπορούμε να το συζητήσουμε μετά αυτό. Λέει λοιπόν ο Παπαχαραλάμπους: «Ο Heidegger πίστεψε στο ναζισμό ως συλλογικό τόλμημα διάνοιξης του Dasein στην αλήθεια του Είναι, πράγμα που για ένα φιλόσοφο τόσο καχύποπτο στα οντικά μεγέθη πρέπει και να του καταλογιστεί και να μη θεωρηθεί ‘ατόπημα’, αφού συνάδει προς τη συνόλη κοσμοθεωρία του εκείνης της εποχής περί Φύλακος, Φρουρού και Αποφασίζοντος, όπως οι έννοιες αυτές αναδύονται ήδη στο Είναι και Χρόνος (π.χ. ο ‘ήρως’ της §74) ή στο Θεμελιώδεις έννοιες της Μεταφυσικής. Κόσμος-Περατότητα-Μοναχικότητα (π.χ. ο Φύλακας/Διοικών [‘Verwalter’]). Είναι η βαθιά συναίσθηση του σφάλματός του που ουσιαστικά έστρεψε το φιλόσοφο στο ύστερο έργο του προς ησυχαστικές κατευθύνσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύστοχες όλες οι ad hominemμομφές εναντίον του πολιτικού Heidegger» (162).

Το πρώτο μέρος του βιβλίου, λοιπόν, συνοψίζει τις καταβολές της σκέψης του Χάιντεγκερ: πώς ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να εξαντλήσει τον μεταφυσικό λόγο μέσω του Είναι και Χρόνος και πώς σε αυτή την πρώιμη φάση ο Χάιντεγκερ εστιάζει στην οντολογική διαφορά μεταξύ του Είναι και των όντων της παρεύρεσης και της προχειρότητας, τη διαφορά της οντολογικής και της οντικής κατανόησης, καθώς επίσης και το πώς στο Είναι και Χρόνος δεν μπορεί να νοηθεί αυθεντική ύπαρξη, αυθεντική κατανόηση του Είναι, στη βάση του επίκοινου κόσμου και της μέριμνας για τους άλλους. Συναφώς, για τον Χάιντεγκερ του Παπαχαραλάμπους δεν μπορεί να δομηθεί θεωρία για το οντολογικό Δίκαιο μέσα από τη σχεσιακή ενδοκοσμικότητα. Εν κατακλείδι, εξηγεί το νόημα της Στροφής στη σκέψη του Χάιντεγκερ, που κορυφώνεται στον ησυχασμό και την ποιητική αντήχηση στο λόγο. Με την Στροφή, η «ενθαδικότητα του Είναι (π.χ. μέριμνα, αυθεντικότητα κ.λπ) απορροφάται στο Είναι» (30). 

Στρέφεται επομένως και ο Παπαχαραλάμπους στις περίφημες Συμβολές στη Φιλοσοφία (περί του Ιδιοσυμβάντος) (die Beiträge zur Philosophie: vom Ereignis), το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της εργασίας του. Σιγά σιγά, διαφαίνεται ότι στα πλαίσια της χαϊντεγκεριανής σκέψης, όλες οι οντικές έννοιες και συλλήψεις του Δικαίου θα απορριφθούν ως παράγωγες ή και, ακόμα ορθότερα (σύμφωνα με το πνεύμα της ερμηνείας του Παπαχαραλάμπους), ως συλλήψεις που εξαρθρώνουν την Τάξη του Είναι, και ότι αυτό που επιχειρεί η σκέψη του Χάιντεγκερ είναι να εναρμονιστεί το Dasein με την Τάξη του είναι. Το οντολογικό Δίκαιο εννοείται ως όρχηση, ως χόρδιση (στα κυπριακά λέμε «κούρτισμα») του Dasein προς το Είναι. Με αποτέλεσμα, όπως γράφει ο ίδιος ο Παπαχαραλάμπους: «Η όποια εμπειρία του ηθικού στον Χάιντεγκερ είναι τελικά σιγητική και ταπεινοφρόνως υμνούσα, εν-νοούσα και ευχαριστιακή, είναι λόγος της Ποίησης, στον οποίο ο υστεροχαϊντεγκεριανός ησυχασμός θα δώσει απόλυτη προτεραιότητα, κλείνοντας και υπερβαίνοντας ό,τι για το δίκαιο μας είχε ήδη αποσαφηνίσει η υπαρκτική αναλυτική. Το αν αυτή η σκοπιά για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη μπορεί να ενδυθεί (ή να παρενδυθεί) το λόγο και τους όρους του ‘φυσικού δικαίου’ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Τούτο το δίκαιο είναι Συμβάν της ιστορίας του Είναι χωρίς άνθρωπο, δίκαιο που αποκαθηλώνει τουτέστιν το ανθρωποκεντρικό ‘υποκείμενο δικαίου’». (19)

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, φέρει τον τίτλο «Συναλληλία και εκ-κάλυψη. Ο δικαιο-πολιτικός δεσμός στον Χάιντεγκερ» και πραγματεύεται τον λεγόμενο «δικαιο-πολιτικό δεσμό», ο οποίος είναι για τον Παπαχαραλάμπους μάλλον ο κρισιμότερος άξονας για την ανασύσταση μιας θεωρίας για το δίκαιο. Εδώ, ο Παπαχαραλάμπους γράφει για τον τρόπο που ο Χάιντεγκερ «θεσπίζει την πόλιν στο θεμέλιο της αλήθειας του Είναι», μια πόλη ανέστια, η οποία ουσιώνεται στην εξω-πολιτική περιοχή της βίαιης ίδρυσης και θέσπισης (125). Εδώ ο Παπαχαραλάμπους θα μιλήσει για οντολογική βιαιότητα (όχι οντική): η ίδρυση της Πόλις εκτός δικαιοπολιτικού συμβολαίου και μέσα από συμβαντικά ιστορικές βιαιοπραξίες αναδεικνύουν τον οντολογικά πολιτικό άνθρωπο ως τον Δεινόν (148). 

Ο Παπαχαραλάμπους θα πει ότι ο Χάιντεγκερ «δεν αποπέμπει το δικαιοπολιτικό στοιχείο αδιαφοροποίητα στην αναυθεντικότητα, αλλά –όπως φάνηκε και με την προσωπική του πολιτική εμπλοκή—το αντιλαμβάνεται ως διακύβευμα υπαρκτικής και οντολογικής διάνοιξης στην αλήθεια του Είναι, τουτέστιν ως βύθιση στην ανυπέρβατη ιστορικότητά του» (131). Ο φιλόσοφος, ψάχνει τρόπους να συλλάβει, να εκφράσει, τον δικαιο-πολιτικό δεσμό με τρόπο που το Δίκαιο να μην υποτάσσεται στη λογική της κυβερνητικής, που αποτελεί «την αιτία της μετατροπής των σημερινών φοιτητών των νομικών σχολών σε πρακτικούς εμπειροτέχνες χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης» (141), ως μια μη σκεπτόμενη επιστήμη, η οποία αποτυγχάνει να μιλήσει για το απροϋπόθετο που την υπερβαίνει και την παράγει. Το Δίκαιο λοιπόν στον ύστερο Χάιντεγκερ είναι συνυφασμένο με τη «νέα σκέψη της ευλάβειας […], δεν έχει χαρακτήρα διακηρυκτικό ή αξιολογικό», είναι το Δίκαιο που έρχεται με μια σκέψη ριζικής μη κυριαρχίας (147). Εδώ, ο Παπαχαραλάμπους θα κλείσει το δεύτερο μέρος, θεματοποιώντας τη γεωφιλοσοφία του Χάιντεγκερ. 

Το τρίτο μέρος του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Ο Χάιντεγκερ και ο λόγος του Δικαίου», και  θεματοποιεί τη δυνητική σχέση του χαϊντεγκεριανού λόγου προς αυτό του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Η ενδοδικαιική χρησιμότητα της σκέψης του Χάιντεγκερ προς την κατεύθυνση ενός αναστοχασμένου πραγματισμού είναι, κατά τον Παπαχαραλάμπους, ήσσονος σημασίας, γι’ αυτό και σε αυτό το μέρος εξετάζει τη σημασία της σκέψης του για το δίκαιο ως ερχόμενη έξωθεν. Σε αυτό το μέρος, ο Παπαχαραλάμπους εξηγεί ότι ο Χάιντεγκερ «θα μπορούσε να διαβαστεί ως υπέρμαχος μιας ερμηνευτικής του δικαίου που μας προφυλάσσει από το να ακολουθούμε τυφλά έναν κανόνα, στο βαθμό που κάτι τέτοιο θα μας βύθιζε στην αναυθεντικότητα Τινός» (184). Εξηγεί επίσης πώς η ειδοποιός διαφορά του χαϊντεγκεριανού λόγου για το δίκαιο είναι η θεώρησή του από τη σκοπιά της θεμελιώδους οντολογίας έτσι που ο λόγος του να αποκτά μόνο έτσι την ουσιαστική δικαιοφιλοσοφική του αξία. Παρακάτω, ο Παπαχαραλάμπους εξηγεί γιατί το λεγόμενο «θετικό δίκαιο» είναι για τον Χάιντεγκερ αναυθεντικό: διότι ο «νομικός θετικισμός ακολουθεί το μοντέλο της πλαισιοθέτησης (Gestell)». 

Ας πω όμως και κάτι θετικό, να δώσω ένα θετικό ορισμό της Δικαιοσύνης και του Νόμου, μέσα από την ερμηνεία του Παπαχαραλάμπους. Τι είναι λοιπόν ένας χαϊντεγκεριανός ορισμός του Δίκαιου και του Νόμου; «[Τ]ο ‘δίκαιο’ του Είναι είναι η ίδια η ιδίωση/ιδιοποίηση του Dasein (Ereignis) ως συλλογή και διαμονή στην ουσία του. Ο Νόμος ως αυτή η συλλογή και διαμονή δεν έχει ασφαλώς καμιά σχέση με διατάξεις, νομικές επιταγές και κανονισμούς. Ο Νόμος είναι αυτό-παράδοση των θνητών στο Είναι» (188). «Ο Νόμος είναι η άφεση μέσα στη Σιγή, άφεση που αποτελεί το κατόρθωμα της σκέψης, ένας Νόμος ου-τοπικός, που κατευθύνει χωρίς να διατάζει» (229). Συναφώς, «Η Δίκη είναι το Ιερό πριν από κάθε νομική θεσμοθέτηση, είναι η διαμονή/διάρκεια των όντων», μέσα στην ουσία τους, είναι η νομική θεσμοθέτηση που δεν αδικεί την ουσίωση των όντων (δική μου παράφραση). Αυτή η οντολογική δικαιοσύνη προηγείται κάθε δικαιικής θέσμισης, αλλά προηγείται και κάθε κανονιστικότητας. Έτσι, το οντολογικά εννοούμενο δίκαιο αποκαθηλώνει κάθε δεοντοκρατία και κάθε κανονιστική σκοπιά που αναβιώνει τον ανθρωποκεντρισμό, τον υποκειμενισμό. και που ασκεί οντολογική βία στο ιδιοσυμβάν και στην απόσυρση του Είναι το οποίο ουδέποτε συλλαμβάνουμε ολοκληρωτικά. 

Στο τέλος του βιβλίου, ο Παπαχαραλάμπους «δείχνει» το δρόμο προς ένα «φυσικό δίκαιο νέου τύπου», ένα δίκαιο όμως που θα έχει άρει τις διακρίσεις μεταξύ ρεαλισμού-ιδεαλισμού, εθνικισμού-διεθνισμού, ατομοκρατίας-κολλεκτιβισμού, είναι και δέοντος, όπου «οι γενικεύοντες νομικοί τόποι» θα υπαχθούν στις συμβαντικές ενικότητες. Κλείνω παραθέτοντας τα λόγια του Παπαχαραλάμπους: «Καθώς η Δίκη γεννά το πεπρωμένο μας που ενυλώνεται στον Νόμο και η Θέμις το αφήνει να παρουσιάζεται ως φύσις, τίποτε ανθρωποκεντρικό δεν ενοικεί πλέον το χαϊντεγκεριανό δίκαιο» (228).

Ελπίζω το βιβλίο να είναι καλοτάξιδο, φίλε Χάρη!


 

 

 

 

 

Christos Hadjioannou