Για το Λευκο στο Λευκο

Το Λευκό στο Λευκό (Ενύπνιο, 2021) αποτελεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Αντώνη Μπαλασόπουλου, η οποία εκδόθηκε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την πρώτη του ποιητική συλλογή, Πολλαπλότητες του Μηδενός (Σαιξπηρικόν, 2020). Το βιβλίο περιέχει 40 ποιήματα, εκ των οποίων το ένα, το «Ο 21ος αιώνας», είναι σπονδυλωτό και αρκετά μακροσκελές. 

Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο «Όντα είναι», το δεύτερο μέρος «Η πληγή που μιλάει» και το τρίτο μέρος τον τίτλο «Κάτοπτρα». Τα τρία μέρη στοχεύουν σε διαφορετικό οντολογικό βάθος, χωρίς αυτό να σημαίνει κάποια ιεράρχηση που να κάνει το ένα μέρος υπαρξιακά πιο σημαντικό από το άλλο. Πρόκειται για τρία αναστοχαστικά-αναγωγικά επίπεδα του ίδιου λειτουργικού, ποιητικού, υποκειμένου, τα οποία αλληλοδιεισδύονται.

Τα ποιήματα του Α. Μπαλασόπουλου στο Λευκό στο Λευκό εγκαινιάζουν νέες σχέσεις, με «όχημα» τη φαινομενολογική αναγωγή, όπως αυτή επιτρέπει την οντολογική διαφορά μεταξύ του «οντικού» και του «οντολογικού» να διανοιχτεί ποιητικά. Από τη σκοπιά του γράφοντος, το Λευκό στο Λευκό είναι μια ποιητική αναμέτρηση με την οντολογία των Χούσσερλ, Χάιντεγκερ και Παρμενίδη. Η οντολογική αναμέτρηση προοικονομείται από την προηγούμενη ποιητική του συλλογή και επεκτείνεται στην επόμενη ποιητική συλλογή, Το Βιβλίο των Πλασμάτων (Σαιξπηρικόν, 2021). Οι τρεις αυτές ποιητικές συλλογές αποτελούν ένα τρίπτυχο, για αυτό και ο γράφων συστήνει όπως διαβαστούν διαδοχικά, με τη σειρά που εκδόθηκαν, χωρίς αυτό να ακυρώνει την αυτονομία έκαστης ποιητικής συλλογής ή την αυτονομία του κάθε ποιήματος, στο βαθμό που οποιοδήποτε έργο τέχνης έχει αυτονομία. 

Τα ποιήματα στο Λευκό στο Λευκό διαβάζονται ως απόκριση σε ένα υπόρρητο χρέος. Ένα πολιτικό χρέος προς το αμφίσημο υπόλοιπο της φαινομενολογικής παράδοσης. Αφενός, πρόκειται για ένα χρέος προς το πολιτικά ανεκπλήρωτο περίσσευματης φαινομενολογικής οντολογίας, όπου η φαινομενολογία έχει κι άλλα να δώσει που δεν τα έδωσε ακόμη. Αφετέρου, πρόκειται για ένα χρέος κατά του πολιτικού ελλείματος των φαινομενολογικών ανακαλύψεων.[1]  Και οι δύο αυτές όψεις είναι όψεις της –κατά την άποψη του γράφοντος—ύψιστης φαινομενολογικής «ανακάλυψης»: της οντολογικής διαφοράς μεταξύ του Είναι και των όντων.

Το Λευκό στο Λευκό προκαλεί μια ποιητική κατάνυξη, επιτυγχάνοντας τη νύξη της οντολογικής διαφοράς χωρίς να απαξιώνει τη διαλεκτική των όντων, χωρίς να προδίδει την οντικότητα των όντων. Είναι ο ποιητικός λόγος της ελάχιστης οντολογικής διαφοράς. Η ελάχιστη διαφορά δίδεται στην ποιητική εποπτεία που επιστρέφει στο οντικό παρελθόν, στον 20ο αιώνα, τον αιώνα της απόλυτης καταστροφής των όντων, για να τον επαναλάβει. Αν η ελάχιστη οντολογική διαφορά φέρει την υπόσχεση πολιτικής δικαιοσύνης, τότε το οντολογικά ελάχιστα διαφοροποιημένο βλέμμα εγκυμονεί δικαιοσύνη. Kαι εναπόκειται στο ποιητικό υποκείμενο να μιλήσει πίσω στον 20ο αιώνα, πριν μιλήσει μπροστά, να μετασχηματίσει το πίσω, πριν μετασχηματίσει το μπροστά.  

Διακυβεύεται η ίδια η σχέση των όντων με το Είναι, σε μια ιστορική συγκυρία όπου τα πολιτικοοικονομικά συστήματα δομούνται σε σχέσεις ουσίας, εξ-ουσίας, ιδιοποίησης και αποϊδιοποίησης. Το Λευκό στο Λευκό αποτελεί ένα ποιητικό στοχασμό με φόντο τα ερείπια του 20ου αιώνα και με ορίζοντα το μέλλον ενός κομμουνισμού, όπου δεν λησμονείται η οντολογική διαφορά, όπου η απόσυρση του Είναι δεν αφήνει οντική αδιαφορία, όπου το ενικό ιδιοσυμβάν ελάχιστα διαφέρει από το παρευρισκόμενο κοινωνικό υποκείμενο. 

 

 

Λευκό στο λευκό

 

Λευκό στο λευκό:

το πιο δύσκολο ίχνος

όταν η ίδια αλεπού

αντικατοπτρίζεται στα νερά

διαφορετικών λιμνών·

ή όταν στην ίδια λίμνη, η άλλη

αλεπού ατενίζει τον αντικατοπτρισμό

νεκρών άστρων.

 

Μια σκιά

το πέρασμα των ειδώλων τους

πάνω απ’ την επιδερμίδα

των υδάτων, μια σκιά ακόμη

το πέρασμα του δικού μου ειδώλου

μέσα απ’ αυτά εδώ

τα πεσμένα φύλλα.

 

Λευκό στο λευκό:

σαν να μην είδες τίποτε,

σαν αυτό που είδες

να μην είχε έρθει ακόμη,

σαν να βρισκόταν ήδη

απ’ την άλλη πλευρά της πτυχής

που σε περιλαμβάνει.

Αρετή του ελάχιστου!

Γλυκό, συμπυκνωμένο γάλα της Μεταφυσικής!

Πάλι καμώνομαι τον θάνατο

που βρίσκει τα όντα στο δάσος!

Πάλι ντύνομαι με το τρίχωμα

του γοερού θηρίου!

 

Το πιο δύσκολο

ίχνος, η κλωστή του υδράργυρου

στο σπασμένο θερμόμετρο, στη σπασμένη

λέξη

η κινούμενη άμμος. 

 


[1] Το «έλλειμμα» αυτό, ιστορικά εκφράστηκε με δύο τρόπους: αφενός, μέσα από την πολιτικά παραλυμένη υπερβατολογική (απολιτική) επιλογή του Χούσσερλ, αφετέρου μέσα από την καταστροφική πολιτική επιλογή του Χάιντεγκερ να ασπαστεί τον ναζισμό λόγω της οντολογικής διαφοράς και της υπεροχής του Είναι επί των όντων, και της αποφυγής να ψελλίσει ένα συγγνώμη για τον ίδιο λόγο. Η μονομέρεια με την οποία «μεταχειρίστηκε» τη σύλληψη της οντολογικής διαφοράς, εκμηδένισε τη σημασία οντικών επιλογών, σμίκρυνε το οντικό σε σημείο που του επέτρεψε και το έγκλημα και τη μετέπειτα σιγή.

Christos Hadjioannou