Γιατι πρεπει να φοβoμαστε τον θανατο: μια φαινομενολογικη προσεγγιση

Κυρίες και κύριοι, αξιότιμοι παρευρισκόμενοι, ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε και βρίσκεστε σήμερα εδώ για να ακούσετε τη διάλεξή μου. Είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά να βλέπω συναδέλφους και συναδέλφισσες στο κοινό.

Ο θάνατος είναι βεβαίως κορυφαίο ζήτημα της ανθρώπινης ζωής. Αυτό διαφαίνεται με διάφορους τρόπους και από διάφορα πράγματα. Από τον τρόπο που ο θάνατος αναμεταδίδεται στα ΜΜΕ, από τον τρόπο που η πρόκληση θανάτου ανθρώπου αποτελεί το χείριστο αδίκημα στον ποινικό κώδικα, από τον τρόπο που η θανάτωση από κάποια κράτη αποτελεί έσχατη ποινή (που δικαίως προκαλεί αντιδράσεις από ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), από τον τρόπο που αποτελεί, μαζί με τον έρωτα, το επικρατέστερο θέμα στις τέχνες, από τον τρόπο που οι θρησκείες οργανώνονται γύρω από τον θάνατο (και την προσδοκία μεταθανάτιας ζωής), από τον τρόπο που οργανώνονται οι οικονομίες των χωρών, τους πόρους που διοχετεύονται για την αποτροπή του θανάτου (μέσω Συστημάτων Υγείας) αλλά και τα χρήματα που διοχετεύονται για να προκαλέσουν θάνατο στον εχθρό (μέσω επενδύσεων σε όπλα), κοκ.

Από μια άποψη, ο θάνατος είναι ένα θέμα σύνθετο και πολύπλοκο, με πολλά ερωτήματα, περιβεβλημένο από ένα πέπλο μυστηρίου. Το μυστήριο δεν αφορά μόνο σε οντολογικές-φιλοσοφικές πτυχές του θανάτου, αλλά και επιστημονικές, για παράδειγμα από τη σκοπιά βιολογικών ορισμών (στην επιστήμη της βιολογίας δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τον ορισμό της «ζωής» και κατά συνέπεια του «θανάτου»). Από την άλλη, ο θάνατος είναι ένα απλό φαινόμενο, που όλοι –ή σχεδόν όλοι—κατανοούμε. Και αυτή η κατανόηση συνοδεύεται σχεδόν πάντα από τον φόβο του θανάτου – ένας φόβος πολύ γνωστός στον άνθρωπο.

Παρόλα αυτά, παρόλο που ο θάνατος και ο φόβος του θανάτου βρίσκονται στο επίκεντρο πολλών ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, αποτελεί οριακό ζήτημα, με δύο έννοιες της λέξης «οριακός»: Αφενός, είναι οριακό ζήτημα με την έννοια ότι παρόλο που βρίσκεται στον πυρήνα της ανθρώπινης ζωής και των δραστηριοτήτων μας, σπάνια τίθεται ο θάνατος αυτός καθαυτός στο επίκεντρο του καθημερινού ενδιαφέροντος με τρόπο βαθυστόχαστο, αλλά η ουσία του, το βάθος του, απωθείται από την προσοχή μας, τη συνείδηση, την αντίληψη, τη σκέψη, και σπρώχνεται στα όρια της προσοχής, στις παρυφές. Αυτό που παραμένει στην καθημερινή προσοχή είναι κάποιες πρακτικές επιπτώσεις του θανάτου, τις οποίες καλούμαστε να διαχειριστούμε. Ο θάνατος καθαυτός, ως θέμα, «αποψιλώνεται» μέσω ευφημιστικών εκφράσεων και εννοιών που χαρακτηρίζουν τον θάνατο σαν «ύπνο», σαν «το μεγάλο ταξίδι», η «άλλη ζωή», ο «άλλος κόσμος», και άλλες μεταφορικές εκφράσεις που αφαιρούν το αβυσσαλέο βάθος και μυστήριο, και στη θέση του βάζουν έναν μελλοντικό τόπο συνάντησης, κάτι από το οποίο η σκέψη και η φαντασία μπορεί να πιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίσει η καθημερινότητα. Έτσι, στην καθημερινότητά μας δεν συνηθίζουμε να συζητάμε σε βάθος ούτε για γενικευμένο θάνατο της ανθρωπότητας ή το τέλος του σύμπαντος, το τέλος του χωροχρόνου, τον θάνατο όλων των νοημάτων και σημασιών ή τον θάνατο της ιστορίας: με άλλα λόγια, δε μιλάμε ποτέ για ριζική και γενική περατότητα, για ριζικό και γενικευμένο θάνατο. Με αυτή την έννοια που μόλις ανέπτυξα, λοιπόν, της γενικής απώθησης ή και δυσκολίας να φέρουμε και να κρατήσουμε τον θάνατο αυτόν καθαυτόν στο επίκεντρο της προσοχής, ο θάνατος αποτελεί οριακό ζήτημα.

Αφετέρου, ο θάνατος είναι οριακό ζήτημα με την έννοια ότι ο θάνατος είναι το όριο της ζωής, βάζει τα ανθρώπινα όρια καθαυτά, τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ζωής. Άρα, όταν ο θάνατος καθαυτός περάσει στο επίκεντρο της φιλοσοφικής ανάλυσης, αυτό που θεματοποιείται είναι το όριο και με αυτή την έννοια αποτελεί το οριακό θέμα par excellence που καλείται η σκέψη να σκεφτεί.

Πριν στραφούμε τώρα στα φιλοσοφικά, είμαι αναγκασμένος να εκφράσω μια προειδοποίηση σχετικά με τα φιλοσοφικά επιχειρήματα που θα παρουσιάσω. Η διάλεξη αυτή αποτελεί μια εισαγωγικού και εκλαϊκευτικού τύπου φιλοσοφική διάλεξη, και ως εκ τούτου θα προβώ σε κάποιες απλουστεύσεις στον τρόπο που θα συνοψίσω κάποια ρεύματα στην ιστορία της φιλοσοφίας αλλά και συγκεκριμένες ιδέες και φιλοσόφους. Ο σκοπός της διάλεξης είναι να εισαγάγει, ή να επαναφέρει, το συγκεκριμένο φιλοσοφικό ζήτημα στη δημόσια σφαίρα, με γόνιμο και δημιουργικό τρόπο, με την ελπίδα να αποτελέσει έναυσμα για μελλοντικές και σε πιο βάθος συζητήσεις.

Οι δύο τάσεις της φιλοσοφίας σχετικά με τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου

Ποια η σχέση της φιλοσοφίας με τον θάνατο και με τον φόβο του θανάτου; Καταρχάς, ας διαχωρίσουμε τον ίδιο τον θάνατο από τον φόβο του θανάτου. Ο θάνατος αποτελεί ένα φαινόμενο, ένα πράγμα ή ένα γεγονός, που φανερώνεται στην αντίληψη. Ο φόβος του θανάτου είναι ένα συναίσθημα που συνοδεύει την σκέψη ή την αντίληψη αυτού του γεγονότος. Μπορεί κανείς να έρθει αντιμέτωπος με τον θάνατο χωρίς κατανάγκην να φοβάται. Το συναίσθημα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, π.χ. από τον τρόπο που ερμηνεύουμε και κατανοούμε τον θάνατο, τι σημαίνει ο θάνατος. Αν ο θάνατος ερμηνευτεί ως κάποιου είδους λύτρωση, είτε επειδή έρχεται να λυτρώσει από τρομερό πόνο ή επειδή πιστεύει κανείς σε μεταθανάτια ζωή και επανένωση με αγαπημένα (νεκρά) πρόσωπα, τότε ενδέχεται η σκέψη του θανάτου να συνοδεύεται από θετικά συναισθήματα, από χαρά ας πούμε. Ή μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μια ζημιά στην αμυγδαλή του εγκεφάλου, που να του επιτρέπει να σκεφτεί τον θάνατο ως το απόλυτο καταστροφικό γεγονός μεν, χωρίς ωστόσο αυτό να του προκαλεί οποιοδήποτε φόβο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το συναίσθημα του φόβου αποτελεί μια επιπρόσθετη πτυχή, η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την ιδέα ή το γεγονός του θανάτου. Είναι μια σημαντική διάκριση να θυμόμαστε, έτσι ώστε να μη συγχέουμε τον θάνατο με τον φόβο του θανάτου, παρόλο που πρόκειται για αλληλένδετα πράγματα.

Η φιλοσοφία έχει επανειλημμένως χαρακτηριστεί ως μια διαδικασία μελέτης του θανάτου και ως προετοιμασία για αυτόν. Αρκετοί φιλόσοφοι έχουν συνδέσει άμεσα το φιλοσοφείν με τον θάνατο. Ο Πλάτωνας ορίζει τη φιλοσοφία σαν μια μελέτη θανάτου. Στον Φαίδωνα, διαβάζουμε την εξής στιχομυθία μεταξύ Σωκράτη και Σιμμία:


Λοιπόν ονομάζεται θάνατος αυτό, δηλαδή η λύση και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα;
--Βεβαιότατα, είπε ο Σιμμίας.
–Και βέβαια, όπως είπαμε, εκείνοι που δείχνουν επίμονη διάθεση να τη λυτρώσουν είναι πάντοτε και μόνοι όσοι φιλοσοφούν σωστά και αυτή είναι ακριβώς η άσκηση των φιλοσόφων, δηλαδή η λύση και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα ή όχι;
--Έτσι είναι, είπε ο Σιμμίας.
–Λοιπόν, όπως έλεγα στην αρχή, θα είναι γελοίο ένας άντρας να ζει έτσι προετοιμάζοντας τον εαυτό του να είναι όσο γίνεται πιο κοντά στο θάνατο και, όταν αυτός φτάσει, να αγανακτά;

--Είναι γελοίο· πώς όχι;

--Επομένως πραγματικά, Σιμμία, όσοι φιλοσοφούν σωστά εξασκούνται στο πώς θα πεθάνουν και ο θάνατος γι’ αυτούς σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους είναι κάτι που ελάχιστα τους φοβίζει. (Φαίδων, 67d-e).


Αρκετούς αιώνες μετά τον Πλάτωνα, ο Γάλλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού, Michel de Montaigne, θα γράψει στα Δοκίμια ότι «φιλοσοφώ σημαίνει μαθαίνω να πεθάνω», και θα υπερασπιστεί την ιδέα ότι ο καλύτερος τρόπος να προετοιμαστεί κανείς για τον θάνατο είναι να τον σκέφτεται συνέχεια σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ωστόσο παραδέχεται ότι αυτή η σκέψη έρχεται ίσως σε αντίθεση με τη φύση μας, η οποία μας μαθαίνει να μη σκεφτόμαστε τον θάνατο παρά μόνο την ώρα του θανάτου.

Ολόκληρη η ιστορία της φιλοσοφίας διέπεται από μια διαρκή αναμέτρηση με τον θάνατο, μια αναμέτρηση που διακλαδώνεται σε δύο, αντίθετες μεταξύ τους, φιλοσοφικές τάσεις. Η μια τάση είναι η απόπειρα της φιλοσοφίας να υπερνικήσει τον θάνατο, να επιτελέσει μια υπέρβαση του θανάτου·η άλλη τάση είναι μια απόπειρα της φιλοσοφίας να αποδεχτεί τον θάνατο και την περατότητα ως αναγκαία συνθήκη της ζωής και αναπόδραστη κατάληξή της. Οι δύο αυτές τάσεις δεν αντιστοιχούν μονοσήμαντα με συγκεκριμένους φιλοσόφους, με τρόπο που η σκέψη ενός φιλοσόφου να εμπίπτει είτε στη μια τάση είτε στην άλλη – μια τέτοια ομαδοποίηση θα ήταν υπεραπλουστευτική, παραπλανητική και άδικη. Η σκέψη και το έργο όλων των φιλοσόφων φέρει χαρακτηριστικά και από τις δύο τάσεις, σε διαφορετικούς συνδυασμούς και ισορροπίες.

Όσον αφορά στην πρώτη τάση, την απόπειρα της φιλοσοφίας να υπερνικήσει τον θάνατο, αυτή η τάση ιστορικά εκφράζεται μέσω της ιδέας της υπέρβασης, η οποία εκφράζεται στη σκέψη των φιλοσόφων με ποικίλους τρόπους. Για παράδειγμα, ο ιδεαλιστής Πλάτωνας υποστηρίζει ότι οι ψυχή, καθώς και οι ιδέες που αυτή συλλαμβάνει, μπορούν να υπάρξουν χωριστά από το σώμα και από τον φυσικό κόσμο, με αποτέλεσμα αυτές να επιβιώνουν τον σωματικό θάνατο. Η πλατωνική ιδέα της αθανασίας της ψυχής, βέβαια, βρίσκεται και στο επίκεντρο του Χριστιανισμού και ολόκληρης της φιλοσοφικής παράδοσης που απορρέει από τον Χριστιανισμό. Από την άλλη, ο μαθητής του Πλάτωνα, Αριστοτέλης, πιστεύει ότι η ψυχή και το σώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, και ότι η ψυχή δεν επιβιώνει, δεν υπερβαίνει, τον σωματικό θάνατο. (Παρόλα αυτά, η σκέψη του Αριστοτέλη φέρει και σε κάποιο βαθμό την τάση της υπέρβασης του θανάτου μέσω κάποιων ιδεών, όπως για παράδειγμα της ιδέας του «ποιητικού νου», ο οποίος είναι αθάνατος, αλλά και από άλλες ιδέες, για παράδειγμα από την κοσμολογία του, στην οποία περιγράφει αέναη κίνηση των πλανητών). Η Επικούρεια φιλοσοφία, καθώς και η Στωική φιλοσοφία, αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως ανυπέρβλητο γεγονός, ως ένα αναπόσπαστο μέρος της φύσης. Ο άνθρωπος συλλαμβάνεται ως τμήμα της φύσης, με την οποία έχει καθήκον να ζει σε αρμονία. Δεν θα προβώ σε περαιτέρω καταγραφή της ιστορίας της φιλοσοφίας γύρω από αυτές τις τάσεις, αφενός διότι ήθελα απλά να θίξω το διακλαδωμένο ιστορικό πλαίσιο, και αφετέρου διότι θα ήταν εκτός των θεματικών ορίων της διάλεξης·θα μετατόπιζε το θέμα, μετατρέποντάς το σε ιστορικό ή δοξογραφικό, κάτι που θα πυροδοτούσε άλλου είδους συζήτηση από αυτήν που σκοπεύει η διάλεξη να πυροδοτήσει.

Αυτά που αναφέραμε μέχρι τώρα, ως προς τις δύο τάσεις της φιλοσοφίας, αφορούσαν στη στάση της φιλοσοφίας ως προς τον θάνατο καθαυτόν. Δεν έχω αναφερθεί ακόμα στη συναισθηματική πτυχή τους, τη συναισθηματική οικονομία όπως θα την αποκαλούσα. Αυτή η πτυχή, όπως προανέφερα, αποτελεί μια επιπρόσθετη, διακριτή, πτυχή. Πώς σχετίζονται οι δύο τάσεις λοιπόν με τα συναισθήματα; Υπάρχει κάποιο κυρίαρχο συναίσθημα που συνοδεύει ή που οργανώνει τη στάση προς τον θάνατο;

Οι δύο αυτές τάσεις είναι μου φαίνεται ισομορφικές ως προς τη συναισθηματική οικονομία που τις διέπει: δηλαδή και οι δύο τάσεις έχουν ως σημείο εκκίνησης, ή ως επίκεντρο των αναλύσεων, ένα συγκλονιστικό φόβο του θανάτου, μια υπαρξιακή αγωνία, την οποίαν το φιλοσοφείν καλείται να «διαχειριστεί». Με άλλα λόγια, είτε ο φιλόσοφος σκοπεύει στην υπέρβαση του θανάτου, στη νίκη έναντι του θανάτου, και συλλαμβάνει την ουσία της ύπαρξης ως κάτι που ξεπερνά τον θάνατο, είτε ο φιλόσοφος σκοπεύει στην αποδοχή του θανάτου ως ανυπέρβλητο και αναγκαίο μέρος της φύσης, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ένα, και αυτό είναι ο φόβος· και η κυρίαρχη στάση προς αυτόν τον φόβο είναι και αυτή κοινή: αρνητική στάση προς τον φόβο. Ο φόβος του θανάτου κρίνεται ως κάτι κακό που πρέπει να ξεπεράσουμε.

 Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους φιλοσοφικές στάσεις προς τον θάνατο καταλήγουν στην ίδια στάση ως προς τον φόβο του θανάτου. Ο ιδεαλιστής-ορθολογιστής Πλάτων, δια στόματος Σωκράτη, στην Απολογία υποστηρίζει ότι είτε ο θάνατος είναι ανυπαρξία, στην οποία περίπτωση θα είναι σαν ύπνος και όχι κάτι φοβερό, είτε ο θάνατος θα είναι σαν μετοίκηση της ψυχής σε άλλο τόπο, και άρα δεν θα είναι ανυπαρξία, και άρα και πάλι ο θάνατος δεν θα είναι κάτι φοβερό. Με αυτό τον συλλογισμό, ο Πλάτωνας ψέγει τον φόβο του θανάτου ως κάποιου είδους διανοητικό έγκλημα που μέσω του ορθού συλλογισμού μπορούμε (και πρέπει) να υπερβούμε. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια έκκληση από τον Πλάτωνα να ξεπεράσουμε τον φόβο του θανάτου, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε για τον θάνατο καθαυτό: είτε ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής είτε όχι, σε κάθε περίπτωση τον φόβο του θανάτου πρέπει να τον ξεπεράσουμε. Από την άλλη, ο υλιστής-εμπειριστής Επίκουρος υποστηρίζει ότι ο θάνατος για εμάς είναι ένα τίποτα που δεν μπορούν οι αισθήσεις μας να νιώσουν, και άρα δεν μπορεί να είναι κάτι φοβερό αφού χωρίς αισθήσεις δεν υπάρχει το φοβερόν: «Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά».

Ας κάνουμε μια παύση τώρα, για να κωδικοποιήσουμε τις φιλοσοφικές τάσεις και στάσεις που θίξαμε, να τις συνοψίσουμε, να αναστοχαστούμε και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Είπαμε ότι μέσα από την ιστορία της φιλοσοφίας προκύπτει ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός έχει συνδεθεί με τον θάνατο με τρόπο που το φιλοσοφείν το ίδιο ερμηνεύεται ως μια μελέτη του θανάτου, ως μια δραστηριότητα που προετοιμάζει τον άνθρωπο για τον θάνατο. Είπαμε επίσης ότι έχουν αναπτυχθεί δύο τάσεις μέσα στη φιλοσοφία ως προς τον θάνατο: η μία τάση σκοπεύει στην υπέρβαση του θανάτου, η άλλη τάση στην αποδοχή του θανάτου. Είπαμε επιπλέον ότι και οι δύο αυτές τάσεις διέπονται από την ίδια κυρίαρχη στάση ως προς τον φόβο του θάνατο: αξιολογούν τον φόβο του θανάτου ως κάτι κακό, ως κάτι που πρέπει με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να υπερβούμε. Από τα μέχρι τώρα συνάγεται ότι σε μεγάλο η φιλοσοφία παρακινείται από την επιθυμία υπέρβασης του φόβου του θανάτου, από την επιθυμία να υπερνικηθεί αυτός ο συγκεκριμένος φόβος, και αυτό σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με μια γενικευμένη απαξίωση των συναισθημάτων, αν όχι όλων των συναισθημάτων τουλάχιστον των αρνητικών ή και των ακραίων συναισθημάτων, αυτών που θα ονομάζαμε ως πάθη. Σε αυτό το πλαίσιο, τα συναισθήματα, και ειδικά ο φόβος του θανάτου, αποτελούν αχρείαστη αντίδραση, ακόμα καλύτερα θα την αποκαλούσα ως μια άχρηστη αντίδραση, η οποία δεν προσθέτει κάτι υπαρξιακά ή γνωσιακά αξιόλογο, και η οποία αντίδραση αποτελεί προϊόν κακού συλλογισμού ή κακής/αδύναμης λογικής σκέψης. Ας περάσουμε τώρα στη φαινομενολογική ανάλυση του Χάιντεγκερ, να δούμε σε τι διαφοροποιείται από όσα είδαμε μέχρι τώρα, και ειδικά ως προς τον φόβο του θανάτου.     

Γενικά εισαγωγικά σχόλια για τη φαινομενολογία και τα συναισθήματα/διαθέσεις

Καταρχάς να κάνω ένα σύντομο σχόλιο για τη φαινομενολογία ως φιλοσοφική προσέγγιση, και ειδικά ως προς τη φαινομενολογία των συναισθημάτων, την οποία ανέπτυξαν αρχικά ο Edmund Husserl και ο Martin Heidegger (και συνέχισαν άλλοι και άλλες μέσα στον 20ο αιώνα μέχρι και στις μέρες μας). Η φαινομενολογία είναι μια μέθοδος γνώσης, η οποία έχει ως σκοπό να μας οδηγήσει στην καταγωγή του κόσμου. Έχει ως σκοπό δηλαδή να περιγράψει τον κόσμο ως φαινόμενο και να αναλύσει την καταγωγή αυτού του φαινομένου, δηλαδή να αναγνωρίσει τις βαθύτερες συνθήκες που επιτρέπουν σε αυτό το φαινόμενο να υπάρχει. (Στη φιλοσοφία τέτοιου είδους αναλύσεις τις αποκαλούμε «υπερβατολογικές»). Σε αυτό το πλαίσιο, η φαινομενολογία εισάγει μια μέθοδο, η οποία επιτρέπει στον κόσμο στην ολότητά του και στη φαινομενικότητά του να αποτελέσει αντικείμενο παρατήρησης/εποπτείας και ανάλυσης, αποτρέποντάς μας από το να προβάλουμε οποιεσδήποτε φιλοσοφικές προκαταλήψεις πάνω σε αυτό που παρατηρούμε, να επιμολύνουμε την εποπτεία μας με οποιουσδήποτε προαποκλεισμούς ως προς το τι είναι πραγματικό και τι «απλά φαινομενικό», και αποτρέποντάς μας να πάρουμε κάποια θέση (η λεγόμενη «θεσιληψία») ως προς το οντολογικό στάτους του φαινομένου που παρατηρούμε (αν είναι δηλαδή πραγματικό ή όχι). Η φαινομενολογία αποτελεί μια προσπάθεια επανεκκίνησης της φιλοσοφίας, όπου τίποτε από αυτά που δίδονται στην εμπειρία και στις αισθήσεις δεν προκρίνεται ως «ψευδές» ή ως «απατηλό» ή, για να το θέσω οντολογικά, ως «μη ον». Ως εκ τούτου, για τη φαινομενολογική ανάλυση όλα τα φαινόμενα αποτελούν μέρος του (υπαρκτού) κόσμου, όλα φέρουν κάποιο νόημα, είναι δηλαδή σημαντικά. Η φαινομενολογία έρχεται να άρει κάποιες προκαταλήψεις-παραδοχές που έχουν οι φυσικές επιστήμες. Οι επιστήμες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αυτό που οι φαινομενολόγοι αποκαλούν ως «φυσική στάση», κάνουν κάποιους διαχωρισμούς και ιεραρχήσεις της πραγματικότητας, τις οποίες η φαινομενολογία αναιρεί. Για παράδειγμα, ο διαχωρισμός μεταξύ φυσικής πραγματικότητας και πνευματικής ή υποκειμενικής εμπειρίας, όπου η μια πλευρά/σφαίρα ή κρίνεται ως πραγματική και η άλλη ως μη πραγματική ή απλά ως «φαινομενική», όπου «φαινομενική» σημαίνει «επιφαινόμενο», δηλαδή ένα επίπεδο εμπειρίας που δεν αποτελεί μέρος του πραγματικού κόσμου. Στα πλαίσια αυτών των διαχωρισμών, τα συναισθήματα, όπως είναι ο φόβος του θανάτου, κρίνονται ως μη-όντα, δηλαδή ως υποκειμενικά φαινόμενα που δεν αποτελούν μέρος του πραγματικού κόσμου, και έτσι δεν έχουν κάτι να μας πουν για τον πραγματικό κόσμο που βρίσκεται «εκεί έξω». Η φαινομενολογία αναιρεί τέτοιες αφαιρέσεις, επανεμπλουτίζει τον κόσμο, αποκαθιστά και επαναφέρει στο φιλοσοφικό ενδιαφέρον όλο τον πλούτο της εμπειρίας. «Κόσμος» πλέον δεν σημαίνει ό,τι είναι «εκεί έξω» με φυσικό τρόπο, αλλά σημαίνει οτιδήποτε δίδεται στη συνείδηση-αντίληψη ως κάτι που έχει νόημα και που καταγράφεται στην εμπειρία. Αυτό που εκκρεμεί, μετά από αυτή την εμπλουτιστική επιστροφή στην πρωταρχική εμπειρία του φαινομενικού κόσμου, είναι η φαινομενολογία να αναλύσει το κάθε φαινόμενο για να ερμηνεύσει τι φανερώνει το κάθε φαινόμενο σε σχέση με τον κόσμο και την καταγωγή του κόσμου, σε σχέση με τις δομές του κόσμου και της ύπαρξης. Κάποια πράγματα στον κόσμο θα διαφανούν ως πιο σημαντικά από άλλα, ως πιο θεμελιώδη σε σχέση με την καταγωγή, δηλαδή τη θεμελίωση, του κόσμου. Είναι σε αυτό το πλαίσιο, που τα συναισθήματα θα βρεθούν στο επίκεντρο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος και θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος και ο ρόλος του φόβου του θανάτου

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ στο έργο του Είναι και Χρόνος (1927) θέτει το πιο θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα, που είναι το εξής: Τι είναι το είναι; Τι σημαίνει το είναι; Το ερώτημα του είναι, είναι το πιο θεμελιώδες ερώτημα που απαντά και σε όλα τα επιμέρους ή δευτερεύοντα οντολογικά ερωτήματα, όπως το τι είναι ο κόσμος, τι είναι αντικείμενο, κοκ. Το νόημα του «είναι» ο άνθρωπος ήδη το κατανοεί. Αν ο άνθρωπος δεν κατανοούσε τι σημαίνει το «είναι», δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ρήμα «είναι» στην καθημερινή (και όχι μόνο) γλώσσα. Επομένως, αν θέλουμε να αναλύσουμε τις δομές του νοήματος του «είναι», τις δομές του νοήματος της ύπαρξης, μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας στον καθημερινό βίο έτσι ώστε να τον περιγράψουμε φαινομενολογικά, να περιγράψουμε τη δομή του, και έπειτα να αναδείξουμε τι είναι αυτό που επιτρέπει στον άνθρωπο να κατανοήσει το «είναι».

Στο Είναι και Χρόνος, ο Χάιντεγκερ εστιάζοντας στην πρακτική καθημερινή κατανόηση του κόσμου, ερμηνεύει τη δομή της ύπαρξης ως μέριμνα (αντί ως συνείδηση ή νόηση, res cogitans, για παράδειγμα), μέσω της οποίας κατανοούμε το είναι σε όλες τις διάφορες εκφάνσεις του. Στο Είναι και Χρόνος ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να αναδείξει ότι η κατανόηση του «είναι» αναδύεται μέσα από την κατανόηση του χρόνου, της χρονικότητας: ο χρόνος είναι ο (υπερβατολογικός) ορίζοντας μέσα από τον οποίο προκύπτει η οντολογική κατανόηση και το οντολογικό ερώτημα. Τι είναι αυτό που φανερώνει στον φιλόσοφο αυτές τις δομές και που του επιτρέπει να ερμηνεύσει τον χρόνο ως τη συνθήκη, τον ορίζοντα, μέσα στον οποίον αποκτά νόημα η ύπαρξη, το Είναι; Εδώ έρχεται ο ρόλος του θανάτου και του φόβου του θανάτου. Ο λόγος που μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει την ύπαρξη ως μέριμνα, και που μπορεί να συλλάβει τη χρονικότητα ως το θεμέλιο της κατανόηση του «είναι» ο φόβος του θανάτου. Μέσω του φόβου του θανάτου φανερώνεται ο χρόνος ως η ουσία του «είναι». Ας πάμε όμως λίγο πίσω για να αποσαφηνίσουμε κάποια πράγματα.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αποσαφηνίσουμε είναι το πώς ερμηνεύονται τα συναισθήματα εν γένει στη φαινομενολογία του Χάιντεγκερ. Τι κάνουν τα συναισθήματα, τι φανερώνουν; Τα συναισθήματα δεν είναι απλά κάτι «μέσα στο υποκείμενο» που αφορούν μόνο αυτό και φανερώνουν την υποκειμενική κατάστασή του, αλλά φανερώνουν την «εύρεση», δηλαδή το πώς ο άνθρωπος ευρίσκει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Κατακρίβειαν, εδώ είναι μια καλή στιγμή να κάνουμε μια εννοιολογική διόρθωση: ο Χάιντεγκερ δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «συναίσθημα», αλλά αναφέρεται σε «διαθέσεις», οι οποίες φανερώνουν τη γεγονικότητα του κόσμου, με τρόπο που η εποπτεία ή η σκέψη δεν μπορεί να φανερώσει. Οι διαθέσεις έχουν ένα ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο να φανερώνουν τον κόσμο, με τρόπο που άλλες αισθήσεις δεν μπορούν να το κάνουν. Μέσω των διαθέσεων, ο άνθρωπος έχει έρθει ήδη μπρος στον εαυτό του και τον έχει συλλάβει όχι αντιληπτικά ως παρευρισκόμενο (αντικείμενο), αλλά με το ιδιαίτερο νόημα της μέσα σε διάθεση εύρεσης. Ο τρόπος που φανερώνει η εύρεση (διάθεση), είναι είτε στρεφόμενη προς κάτι, ούσα διακείμενη θετικά προς αυτό που φανερώνεται, είτε αποστρεφόμενη, ούσα διακείμενη αρνητικά προς αυτό που φανερώνεται. Έχει δηλαδή έναν δυναμικό-κινητικό τρόπο φανέρωσης.

Η διάθεση έχει ακόμα ένα σημαντικό χαρακτηριστικό ως προς τον τρόπο της συλλαμβάνει και φανερώνει, το οποίο για να εξηγηθεί πρέπει να κάνουμε μια τεχνική διάκριση μεταξύ της διάθεσης από το συναίσθημα. Ένα συναίσθημα έχει αντικείμενο. Συνδέεται με ένα αντικείμενο ή ένα πράγμα που ο άνθρωπος έχει απέναντί του, αυτό που στη φαινομενολογία αποκαλούμε «αποβλεπτικότητα». Ένα συναίσθημα είναι αποβλεπτικό, με την έννοια ότι αναφέρεται, είναι συνδεδεμένο, με ένα αποβλεπτικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, ο φόβος έχει απέναντί του κάτι φοβερό. Αυτό που φανερώνει ο φόβος σε αυτή την περίπτωση, είναι κάτι που αφορά σε ένα πράγμα που παρευρίσκεται μέσα στον κόσμο (δεν είναι ανάγκη όμως να είναι φυσικό πράγμα, μπορεί να είναι μια έννοια, μια ανάμνηση κοκ). Το συναίσθημα, λοιπόν, είναι κάτι που προκύπτει μαζί με το πράγμα στο οποίο απευθύνεται ή/και από το οποίο προέρχεται, και όταν αυτό το πράγμα αφαιρεθεί (φύγει) τότε φεύγει και το σχετικό συναίσθημα. Εδώ όμως το επίμαχο πράγμα με το οποίο σχετίζεται το συναίσθημα, δεν είναι ένα σύνηθες ενδόκοσμο πράγμα, αλλά είναι ο θάνατος, το τίποτε, και ο κόσμος εν γένει. Αναφερόμαστε λοιπόν σε ένα συναίσθημα που έχει τη δυνατότητα να φανερώσει όχι κάτι συγκεκριμένο μέσα στον κόσμο, αλλά να φανερώσει ολόκληρο τον κόσμο στο σύνολό του, που επιτρέπει δηλαδή στον άνθρωπο να συλλάβει το όλον, αυτό που ο Χάιντεγκερ αποκαλεί το μες-στον-κόσμο-Είναι ως σύνολο. Σε αυτό το σημείο, ο Χάιντεγκερ (όχι στο Είναι και Χρόνος αλλά σε προηγούμενες σημειώσεις διαλέξεων) παραπέμπει στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη, όπου ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου προκύπτει ένα συναίσθημα, ο φόβος συγκεκριμένα, χωρίς να υπάρχει κάτι το φοβερό εκεί έξω, και αυτό που καταδεικνύει ή που φανερώνει, σύμφωνα με την ερμηνεία του Χάιντεγκερ, είναι το γεγονός της σωματότητας καθαυτής, της ύπαρξης του σώματος ως ύλη, ως αναγκαία συνθήκη, ως ορίζοντας μέσα από τις οποίες αναδύονται τα πάθη. Όπως λέει ο Αριστοτέλης: «Φαίνεται έτσι πως, και τα πάθη της ψυχής, όλα συνδέονται με κάποιο σώμα·[...] ενώ δε συμβαίνει τίποτε φοβερό, οι άνθρωποι δοκιμάζουν τα πάθη εκείνου που φοβάται. Κι αν έτσι έχει το πράγμα, είναι φανερό πως τα πάθη είναι μορφές που πραγματώνονται μέσα στην ύλη·» (Περί Ψυχής, 49).

Ας περάσουμε τώρα στον φόβο του θανάτου. Υπενθυμίζω ότι το πλαίσιο είναι η απόπειρα να πούμε πώς ο άνθρωπος συλλαμβάνει τον χρόνο, την κατανόηση του χρόνου, ως τη συνθήκη μέσα από την οποίαν αποκτά νόημα η ύπαρξη. Πώς συλλαμβάνει ο άνθρωπος την ύπαρξή στο σύνολό της, με τρόπο που αυτή η σύλληψη να γίνεται ως σύλληψη χρόνου, με άλλα λόγιαμ με τρόπο που κόσμος να σημαίνει χρόνος; Αυτό γίνεται όταν ο άνθρωπος συλλάβει τον θάνατό του. Όταν προβάλει τον εαυτό του μπροστά στο μέλλον στη στιγμή του θανάτου και έρθει αντιμέτωπος με το πεπερασμένο της ύπαρξής του, και συλλάβει τον εαυτό του με όρους χρονικής διάρκειας. Δηλαδή όταν συλλάβει τον χρόνο ως την ουσία του κόσμου του, τον κόσμο ως όμορο του χρόνου. Γιατί και πώς, όμως, συλλαμβάνει τον εαυτό του και την ουσία του μέσα από τον θάνατό του; Αυτό γίνεται επειδή ο τρόπος να συλλάβει κανείς την ουσία ενός οποιουδήποτε πράγματος και να το ορίσει ως αυτό που είναι, είναι με το να συλλάβει την αρχή και το τέλος του, τα όριά του—το όριο της δημιουργίας του (γέννηση) και το όριο του τέλους καθώς «σπάει» (θάνατος). Όταν κάτι σπάσει και τεθεί «εκτός λειτουργίας», φανερώνεται ως αυτό που ήταν, δια της απουσίας. Με το ίδιο σκεπτικό, ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει την ουσία του όταν σκεφτεί το τέλος του, όταν πλέον θα έχει συλλάβει τον εαυτό του ως «ολοκληρωμένο», μέσω του θανάτου. Ενόσω ζει κανείς, δεν έχει εξαντληθεί η ουσία του. Αυτή εξαντλείται και αποκτά προσδιορισμένο νόημα όταν έχουν κλείσει όλες οι ανοικτές προοπτικές και δυνατότητες, και έχει πλέον ολοκληρωθεί η ζωή του.

Ο φόβος θανάτου έχει μια λειτουργία-κλειδί σε αυτή τη συνειδητοποίηση, αφού είναι αυτός που φανερώνει τον χρόνο ως την ουσία της πεπερασμένης ύπαρξης. Εδώ είναι αναγκαίο να κάνω ακόμα μια διόρθωση: πλέον δεν μιλάμε για φόβο, αλλά για υπαρξιακή αγωνία. Ο φόβος συνδέεται με ένα αντικείμενο ή πράγμα. Ο θάνατος όμως, όπως προανέφερα, δεν αποτελεί ούτε πράγμα ούτε αντικείμενο, ούτε καν ένα χρονικό συμβάν, αφού σηματοδοτεί το τέλος του χρόνου εν γένει! Ο θάνατος δεν είναι ένα πράγμα μέσα στον κόσμο, αλλά είναι το τέλος του κόσμου. Είναι το τίποτα. Και το τίποτα, αν το σκεφτούμε και στα αγγλικά, το nothing, δεν είναι πράγμα, είναι no thing. Για αυτό λοιπόν και μιλάμε για αγωνία (angst) αντί για φόβο. Η αγωνία δεν φανερώνει κάποιο συγκεκριμένο πράγμα, αλλά φανερώνει αυτό προ του οποίου αγωνιούμε: τον ίδιο τον κόσμο ως τέτοιο.

Στην αγωνία, τα ενδόκοσμα όντα γίνονται ασήμαντα, και αυτό που φανερώνεται, αυτό που έχει νόημα, αυτό που μας «επιβάλλεται», είναι ο κόσμος στην κοσμικότητά του. Ξαφνικά φανερώνεται σε εμάς το νόημα της κοσμικότητας (τι σημαίνει το να έχεις κόσμο). Μέσω της αγωνίας αυτό που φανερώνεται είναι ο κόσμος ως χρονικότητα. Η αγωνία θανάτου ξεμοναχιάζει (vereinzelt) τον άνθρωπο, τον θέτει ενώπιον της πλέον δικής του ελευθερίας αλλά και μοναξιάς (solus ipse). Εδώ μιλάμε για κάποιου είδος σολιψισμό, όπου ο άνθρωπος υπάρχει μόνος του. Στη φιλοσοφία είθισται αυτός ο όρος να σημαίνει την επικράτηση του σκεπτικισμού, ότι δηλαδή ένας άνθρωπος δεν γνωρίζει άλλον κόσμο πέραν από τον εαυτό του, και δεν μπορεί καν να αποδείξει την ύπαρξη άλλων ανθρώπων. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι το solus ipse της αγωνίας του θανάτου δεν αφορά σε κοινωνικοπολιτική μοναξιά, αλλά σε μοναχική ανθρωπότητα με απών-ανύπαρκτο Θεό. Αγωνία θανάτου σημαίνει μοναξιά με την έννοια ότι ο άνθρωπος είναι μόνος του στην πεπερασμένη ύπαρξη, χωρίς οποιοδήποτε Θεό να τον σώσει από την επερχόμενη ανυπαρξία και το τίποτε. Επιπλέον, μέσω της αγωνίας, ο άνθρωπος βιώνει ριζική ανοικειότητα (Unheimlichkeit). Μέσω του ξεμοναχιάσματος της αγωνίας, ο κόσμος πλέον φανερώνεται ως ανοίκειος αφού όλα τα ενδόκοσμα πράγματα δίδονται ως ανούσια, ανόητα, χωρίς κανένα νόημα.

Οδεύοντας προς το τέλος της διάλεξης, επισημαίνω κάποια χρήσιμα για τη σκέψη πράγματα για τη σχέση του Χάιντεγκερ με τον Χριστιανισμό. Ο Χάιντεγκερ «δανείστηκε» αρκετά πράγματα από την χριστιανική παράδοση. Πίστευε ότι οι πρώιμοι Χριστιανοί ήταν συλλάβει τον γεγονικό βίο στην ουσία του, δηλαδή είχαν συλλάβει την ύπαρξη με όρους χρονικότητας, την ύπαρξη ως γραμμικό εσχατολογικό χρόνο με αρχή και τέλος. Την έννοια της «μέριμνας» ο Χάιντεγκερ την οικειοποιείται από τη Χριστιανική παράδοση, από τον Άγιο Αυγουστίνο (αν και υπάρχει και αλλού ως έννοια, π.χ. αναφέρεται στον Φαίδρο του Πλάτωνα). Από τη χριστιανική παράδοση, ο Χάιντεγκερ κληρονομεί και τη σχέση της αγωνίας θανάτου με τη μέριμνα αλλά και την εσχατολογική σύλληψη του χρόνου. Η αγωνία και ο φόβος του θανάτου είναι παντού στη χριστιανική παράδοση. Για παράδειγμα, σας διαβάζω ένα κορυφαίο παράδειγμα, από τη νεκρώσιμο ακολουθία, η οποία είναι ποίημα του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού:

Ἦχος δ´

Ὄντως φοβερώτατον, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται. Διό σε ἱκετεύομεν· Τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν Δικαίων σου. Ζωοδότα Φιλάνθρωπε.

Κλείνω τη διάλεξη με κάποια ερωτήματα. Είδαμε γιατί ο φόβος του θανάτου, η αγωνία, στη φαινομενολογική ανάλυση που κάνει ο Χάιντεγκερ φανερώνει την ουσία της ύπαρξης και της κατανόησης της ύπαρξης ως χρονικότητα. Επομένως, ο φόβος του θανάτου επιτελεί ένα σημαντικό μεθοδολογικό έργο. Μήπως όμως θα μπορούσαμε να είχαμε το ίδιο κέρδος μέσω άλλων συναισθημάτων; Μήπως θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την χρονικότητα ως τον ορίζοντα του Είναι χωρίς αγωνία, μέσω άλλων διαθέσεων ή ακόμα και χωρίς καμιά απολύτως διάθεση; Αν ναι, τότε ο φόβος του θανάτου δεν είναι αναγκαία διάθεση, και ο τίτλος της διάλεξης «Γιατί πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο» χάνει την προστακτική-κανονιστική του ισχύ.


* Η ομιλία είναι αφιερωμένη στον Ανδρέα Τσαγγαρίδη από την Ποταμίτισσα, που πέθανε άδικα την περασμένη εβδομάδα.

Christos Hadjioannou