Γιατι ο μεσος Κυπριος δυσκολευεται να αντιδρασει;
[Συζήτηση μεταξύ εμού, Βαγγέλη Γέττου, Νάσιας Διονυσίου και Αντώνη Ανδρουλιδάκη, για την πολιτική ανυπακοή. Δημοσιεύτηκε στο www.protagonistes.com.cy]
Δύο νομικοί, ένας διδάκτορας φιλοσοφίας
και ένας ψυχολόγος δίνουν τις δικές τους απαντήσεις
Επιμέλεια: Βαγγέλης Γέττος, νομικός, Master Ποινικών Επιστημών
Η τελευταία δεκαετία της κυπριακής πολιτικής ιστορίας και καθημερινής πολιτικής πρακτικής έχει προσφέρει πολλές ενδείξεις ότι η αντίδραση σε κοινωνικά άδικες πολιτικές αποφάσεις ή καταστάσεις που προσβάλλουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε προτεραιότητά του μέσου Κύπριου.
Το κούρεμα του 2013, τα σκάνδαλα επί σκανδάλων επί 1ης και 2ης κυβέρνησης Αναστασιάδη, η αποτυχία στο Κρανς Μοντανά, ο κραυγαλέος νεποτισμός που κυριαρχεί στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού και, βεβαίως, η πρόσφατη έκρηξη του ηφαιστείου των παράνομων πολιτογραφήσεων, αποτέλεσαν κορυφαίες αφορμές για αντίδραση, διαμαρτυρία και μαχητική διεκδίκηση μιας αλλαγής πλεύσης. Ωστόσο καμία από τις κερματισμένες κατά τόπους και περιόδους προσπάθειες διαφόρων εξωκομματικών κοινωνικών συλλογικοτήτων δεν φάνηκε να απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά και ευρύτερη συσπείρωση.
Η κοινωνική, δηλαδή, η πολιτική αντίδραση, ή με άλλα λόγια η πολιτική ανυπακοή είναι μια θέση, στάση και απόφαση που συνδέει το άτομο με τον κοινωνικό του περίγυρο με εναλλακτικό και ανατρεπτικό τρόπο. Ο πολίτης αναβαθμίζει το δικαίωμά του ως μέλος του ανώτατου οργάνου των δυτικών δημοκρατιών, δηλαδή του κυρίαρχου λαού, και το εκφράζει εκτός των θεσμικά συγκροτημένων και οργανωμένων καναλιών. Δηλαδή, στο δρόμο.
Πριν απαιτήσουμε από τους εαυτούς μας και τους άλλους να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της πολιτικής ανυπακοής, πρέπει πρώτα να σκεφτούμε τί προσδοκούμε από αυτή καθώς και τα ρίσκα που αναλαμβάνουμε. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που οι κοινωνίες δεν βρίσκονται στο διηνεκές σε επαναστατικό αναβρασμό. Ο πατριάρχης της πολιτικής ανυπακοής, ο Αμερικανός Henry David Thoreau, έγραφε το 1848* ότι μόνο λίγοι άνθρωποι – ήρωες, μάρτυρες, πατριώτες, μεταρρυθμιστές με ηθικές προθέσεις – υπηρετούν τις κοινωνίες τους με μόνο κριτήριο την συνείδησή τους και, ως εκ τούτου, αντιστέκονται στις νόρμες των κοινωνιών του. Εξ ου και χαρακτηρίζονται ως εχθροί των κοινωνιών τους.
Αυτή η θεώρηση της πολιτικής ανυπακοής είναι μεν ‘’ηρωολογική’’, ωστόσο θέτει ακριβώς το μεγάλο ζητούμενο: υπό ποιες περιστάσεις μια ομάδα πολιτών θα ακολουθήσει αυτό που επιτάσσει η συνείδησής της – εν προκειμένου το αίσθημα δικαίου;
Ακριβώς αυτές τις περιστάσεις που επιτρέπουν ή αποτρέπουν την αντίδραση αναζητεί στο…μυαλό του Κύπριου ο Δρ Χρίστος Χατζηιωάννου, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. ‘’Ο μέσος Κύπριος δεν ρισκάρει. Η έκθεση στην αβεβαιότητα και το ρίσκο είναι εγγενή χαρακτηριστικά της πολιτικής ανυπακοής και της οποιασδήποτε εξέγερσης. Δεν υπάρχει εγγύηση ορθότητας, και δεν υπάρχει a priori γνώση για το πολιτικό υποκείμενο ότι είναι στην σωστή πλευρά της ιστορίας. Αντιθέτως, αυτή είναι η βεβαιότητα και η αίσθηση ασφάλειας που παρέχει ο Νόμος, η Αστυνομία, η Κυβέρνηση.’’ μας λέει ο Χρίστος Χατζηιωάννου. ‘’Αφετέρου, ο διάχυτος εθνικισμός εξουσιάζει και πειθαρχεί τον μέσο πολίτη μέσα από ένα ισχυρό πλέγμα ιδεολογημάτων (π.χ. ισλαμοφοβία). Συναφώς, από το 1964 στην Κυπριακή Δημοκρατία ισχύει καθεστώς εξαίρεσης, όπου μέρη του Συντάγματος έχουν ανασταλεί, με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης. Υπάρχει λοιπόν μια ευθραυστότητα η οποία τιθασεύει τους αμφισβητίες. Όπου προκύψει ανυπακοή ενεργοποιείται πάραυτα η κατηγορία της εθνικής προδοσίας – ειδικά όταν κυβερνά η δεξιά’’ προσθέτει. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με έναν κυνισμό και μια έλλειψη φαντασίας (αποτελέσματα ή συνέπειές τους;) έχουν καταστήσει την «πολιτική οκνηρία», όπως αναφέρει ο Χρίστος Χατζηιωάννου, «κουλτούρα». Και η κουλτούρα είναι ένας τσιμεντένιος τοίχος, συμπληρώνουμε εμείς. Ή τον σκαρφαλώνεις ή τον γκρεμίζεις.
Σε αυτό το σημείο, η Νάσια Διονυσίου, νομικός με μεταπτυχιακές σπουδές στο διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πάει ένα βήμα πίσω προκειμένου να αναζητήσει την έννοια όχι της ανυπακοής, αλλά της της υπακοής, νομικής και πολιτικής. ‘’Σε μια δημοκρατική και δικαιοκρατική πολιτεία, θεσμοθετημένοι φραγμοί περιορίζουν την αυθαίρετη άσκηση της κρατικής εξουσίας και εγγυώνται την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· αντιστοίχως οι πολίτες οφείλουν να συμμορφώνονται με τους νόμους και τις πολιτειακές αποφάσεις. Ωστόσο στην Κύπρο το καθήκον νομικής υπακοής τείνει να ταυτίζεται με την παθητικότητα και την πολιτική αδιαφορία, κάτι που ενδεχομένως εξηγείται βάσει της συνταγματικής και πολιτικής ιστορίας του τόπου, καθώς και της πεποίθησης, που διαχρονικά καλλιεργείται, πως ο εχθρός είναι αποκλειστικά «εξωτερικός»’’, αναφέρει φέρνοντας την διαπίστωση του Thoreau και πάλι στο τραπέζι. ‘’Έτσι όμως’’, συνεχίζει, ‘’παραγνωρίζεται πως κίνδυνος εκφυλισμού ενός κράτους δικαίου σε «κράτος αδίκου» υπάρχει, όχι μόνο όταν οι συντεταγμένοι θεσμοί ατονούν ή διαφθείρονται, αλλά και όταν οι πολίτες παραλείπουν να ασκούν ενεργά τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες τους και να θέτουν διεκδικητικά στον δημόσιο διάλογο ζητήματα κατάχρησης εξουσίας, παραβίασης δικαιωμάτων και κοινωνικής αδικίας.’’
Αρκεί όμως το σχήμα του ‘’μέσου πολίτη’’, του ‘’μέσου Κύπριου’’ ως αναφορά διερεύνησης συμπεριφορών, στάσεων, πράξεων ή παραλείψεων; Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης, αναπτυξιακός και κοινωνικός ψυχολόγος προσκαλεί ‘’να υπερβούμε την μάλλον αμφιλεγόμενη έννοια του μέσου Κύπριου πολίτη κι αυτό γιατί αυτή η έννοια κάποιου μέσου όρου, μπορεί να έχει μια σημασία στις στατιστικές προσεγγίσεις μας, αλλά, αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα μ’ ένα πιο ποιοτικό αναλυτικό πρίσμα, στην πραγματικότητα δεν υφίσταται’’. Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης επιχειρεί παράλληλα και μια «διεθνοποίηση» του ζητήματος καθώς, όπως μας λέει, ‘’δεν θα ξεχώριζα επίσης τον Κύπριο πολίτη από τον πολίτη κάποιας άλλης δυτικής κοινωνίας. Το ερώτημα είναι γιατί οι δυτικές κοινωνίες δυσκολεύονται να αντιδράσουν δυναμικά ακόμη και σε πολιτικές αποφάσεις που εξόφθαλμα αδικούν πλειοψηφικά τμήματα τους. Με δυο λόγια γιατί εν πολλοίς οι άνθρωποι στον πολιτισμό της νεωτερικότητας εν τέλει συμμορφώνονται στις επιταγές των κυρίαρχων τάξεων.’’. Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης παραπέμπει σε δύο κορυφαίους διανοητές, τον Γάλλο Michel Foucault και τον Κορεάτη Buyng Chul-Han που εισέφεραν στην κοινωνική θεωρία τον όρο ‘’βιο-πολιτική’’ και ‘’ψυχο-πολιτική’’, αντίστοιχα, και προτείνει τον «ψηφιακό» συνδυασμό των δύο: ‘’ο άνθρωπος αδυνατεί να αντιδράσει γιατί είναι παγιδευμένος σε μια «οντο-πολιτική» που κατορθώνει, ας ελπίσουμε όχι οριστικά, την ολοκλήρωση του εξουσιαστικού κύκλου με την πολυδιάστατη διαχείριση και έλεγχο τόσο του ανθρώπινου σώματος όσο και της ψυχής, δηλαδή του Όλου της ύπαρξης.’’ καταλήγει.
Ρίσκο, αβεβαιότητα, υπαρξιακοί φόβοι, κοινωνικές πρακτικές με μακρά ιστορία, ψυχολογικοί μηχανισμοί φαίνεται να δημιουργούν έναν πραγματικό όσο και επίπλαστο Ρουβίκωνα που, τελικά, οι πολίτες του τόπου αρνούνται πεισματικά να διαβούν. Και αν η έννοια του «μέσου Κύπριου» είναι αμφισβητήσιμη – και όντως αποτελεί μια επίφοβη γενίκευση – τότε ίσως πρέπει να αναζητηθεί το αντίβαρο μιας απομονωμένης μονάδας που είναι το ιδιωτεύον άτομο. Το αντίβαρο αυτό είναι ο «λαός» ως κορύφωση της συλλογικής ύπαρξης, που πάει να πει δράσης. ‘’Γίνε λαός’’, κραυγάζει σε κάθε «μη λαό» ο συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος στο «Σύσσημον ή τα Κεφάλαια»**.
Το αν οι Κύπριοι είναι «λαός» με την έννοια του από κοινού και με κοινό σκοπό ενεργούντος συνόλου ίσως τελικά είναι η βάση του ζητήματος που ακροθιγώς εξερευνήσαμε στο παρόν σημείωμα. Γιατί η αυτοκαταστροφή, η αυτοεγκατάλειψη και η πολιτική αποδρομή δεν είναι χαρακτηριστικό λαού αλλά ενός ανερμάτιστου πλήθους. Πλήθους πελατών: της κάλπης και του καταναλωτισμού.
* Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2007, 2013 (https://plato.stanford.edu/entries/civil-disobedience/)
** Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2006